Τρίτη 24 Ιουλίου 2007

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΛΜΥΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ




Λοιπόν η παρακάτω αφήγηση έχει αστεία αρχή. Πώς ανακάλυψα ένα κόμικ ήρωα, εξαιτίας μιας χυλόπιτας... Θα ταν το 1999, δεν θυμάμαι και καλά αλλά υπάρχει ένα μαγαζί στο Β... (δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμη) στο οποίο κάποιοι φίλοι πηγαίνανε καμιά φορά. Ένα βράδυ πήγα μαζί τους για μια γκόμενα που είχε η παρέα. Αφού δεν πήγε η υπόθεση όπως ήθελα, όχι και αναμενώμενο, αποφάσισα να ασχοληθώ με το αγαπημένο μου χόμπι... το ποτό. Αντί όμως να αράξω στο bar σαν πολιτισμένος πότης (η λέξη για το μεθύσι απο ξένο ποτό, αν μεθάς απο κρασί, ούζο, τσίπ'ρα είσαι μπεκρής!!!) σηκώθηκα όρθιος σε όλο το μαγαζί και πλησίασα ένα αναλόγιο που είχε ανοιχτό επάνω ένα βιβλίο. Πιο πολύ το κανά για να με βλέπει η γκόμενα...Εν τέλει αντί να πίνω, να καπνίζω και να κοζάρω άρχισα να διαβάζω μέσα στο ημίφως - κάποιες στιγμές άναβα και αναπτήρα - τα καρεδάκια με τα λόγια. Κι αντί να κοιτάω τη γκόμενα, εντός 2 λεπτών είχα βυθιστεί στο μαγικό κόσμο του Hugo Pratt...

Ανακάλυψα το Κόρτο Μαλτέζε εντελώς τυχαία. Για γκόμενα πήγαινα και .... άλλο με βρήκε. Αλλά δεν το μετάνιωσα ποτέ. Ούτε και ο ήρωας του Pratt με απογοήτευσε ποτέ. Αλλά να ξεκινάς την γνωριμία σου μαζί του με την θεϊκή "Μπαλάντα της Αλμυρής Θάλασσας", θεωρώ ότι η τύχη ήταν με το μέρος μου. Είναι το πρώτο κόμικ του Pratt στο οποίο εμφανίζεται ο Κόρτο και μάλιστα δεν έχει ξεκινήσει καν έτσι. Απλά ο Pratt αναπαριστά με απόλυτη ιστορική πιστότητα έναν υπέροχο κόσμο, την εποχή λίγο πριν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου (του γνωστού σε μας Α' Π.Π.) και μέσα σε αυτήν κατάφερε να επιζήσει .... ναι να επιζήσει και ο Κόρτο!!! Παρά την φιλότιμη προσπάθεια του Συγγραφέα να τον ξεφορτωθεί...

Τρεις φορές ο συγγραφέας προσπαθεί να σκοτώσει τον Κόρτο, ο οποίος δεν είναι ο ήρωας του έργου. Ο ήρωας του έργου είναι ο Μεγάλος Αλμυρός Ωκεανός, Ο ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ!!! Απ' αυτόν ξεκινά το κόμικ και σ' αυτόν καταλήγει. Όλοι οι άλλοι απλά συμμετέχουν. Το αν τελικά πρόσωπα απο το έργο δώσανε στον Pratt την δυνατότητα να ξεκινήσει τη σειρά του Κορτο Μαλτέζε αυτό είναι άλλη ιστορία. Εγώ ξέρω ότι απλά προσπάθησε τρεις φορές να τον βγάλει απο τη μέση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ούτε απο το μεγάλο κύμα ούτε απο τον πυροβολισμό, ούτε καν απο την πτώση απο τον Καλόγηρο στα βράχια θα είχε καταφέρει να γλιτώσει αν αυτό το αξιοπρεπέστατο κάθαρμα δεν κατάφερνε να κινήσει την περιέργεια του συγγραφέα. Είναι ο πρώτος ήρωας που κατορθώνει να επιβιώνει στην φαντασία του συγγραφέα και να κερδίσει όχι μόνο την ζωή του σε ένα κόμικ αλλά την δημιουργία και μιας ολόκληρης ζωής... Εξάλλου την τύχη την έφκιασε μόνος του. Όταν ήταν νέος παρατήρησε ότι το χέρι του δεν είχε τη γραμμή της ζωής. Έτσι πήρε το μαχαίρι του πατέρα του και ζλακ!χάραξε μία καλύτερη γραμμή...

Ο ναυτικός και καπετάνιος Κόρτο, γιός Άγγλου πλοιάρχου και μιας τσιγγάνας μάγισσας του Γιβραλνταρ, γεννιέται μέσα απο την θάλασσα. Όπως τον ξερνά η τρικυμία του Ειρηνικού, δεμένο πάνω σε μια σχεδία απο το πλήρωμα του πλοίου του που στασίασε. Γιατί την εξουσία την κατέχεις μέχρι την στιγμή που θα χρειαστεί να την εφαρμόσεις. Και φυσικά εκεί στις Νότιες Θάλασσες θα πέσει πάνω στο πλοίο του Ρασπούτιν, του Ρώσου... Απίστευτη προσωπικότητα, δαίμονας και παιδί, που όμως όλα του τα τρομερά σχέδια καταρρίπτονται πάνω στην περίεργη ηθική του Μαλτέζε. Ένα δίδυμο που θα δώσει απίστευτες ατάκες και φοβερές ιστορίες. Και οι δύο είναι καπετάνιοι του Καλόγηρου ενός μανιακού αιωνόβιου άγνωστου προσώπου που καταδυναστεύει και κυριαρχεί στις Νότιες Θάλασσες. Κανείς δεν ξέρει από που ήρθε ούτε και ποιός είναι. Στην πορεία του κόμικ καταλαβαίνουμε βέβαια την αλήθεια αλλά ακόμη και τότε παραμένει μια μυστηριώδης προσωπικότητα...

Και φυσικά εκεί εμφανίζεται και οι Γκροσβερνορ και τα ανίψια που έχει απάγει ο Ρασπούτιν. Τα οποία παιδιά αποτελούν τους καταλύτες του έργου αφού γι' αυτά και εξ αιτίας τους θα διαλυθούν όλα όσα ο Καλόγηρος έχτιζε... Και φυσικά ο έρωτας της μικρής Πανδώρας για τον καπετάνιο Κόρτο Μαλτέζε, ένας έρωτας που ξεκινά από την απέχθεια και την αδιαφορία, γίνεται σιγά σιγά εκτίμηση και στο τέλος γίνεται ανομολόγητη αγάπη. Από τότε αποτελεί την πιο αληθινή αγάπη του Κόρτο, σε ένα κύκλο γυναικών, οι οποίες πάντοτε τριγυρίζουν στο μυαλό του και πάντοτε ανατρέχουν απο την φαντασία στην πραγματικότητα λόγω των αναθυμιάσεων του χασισιού. Γιατί όλη η ζωή του είναι εκείνες οι γυναίκες που δέχτηκαν να βυθιστούν στα μάτια του για ένα βράδυ και να ονειρευτούν όλα τα ταξίδια του, αλλά το άλλο πρωί αρνήθηκαν να σαλπάρουν... Κι αυτός συνέχισε το ταξίδι που του επιφυλάσσει ο Pratt χωρίς παράπονο αλλά με μια δόση πίκρας να χαράζει το στόμα του...

Εν τέλει η ιστορία περιπλέκεται με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, την συμμετοχή του Καλόγερου στο Πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών, οι οποίοι προσπαθούν μακριά απο τις βάσεις τους και ελέγχοντας έναν περιορισμένο χώρο στην Ινδονησία - τις Καϊζερίνες - να αντιπαρατεθούν στην απέραντη θαλασσοκράτειρα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο πλοίαρχος του Γερμανικού πολεμικού ναυτικού και διοικητής Υποβρυχίων Σλούτερ θα διεκδικήσει στα ίσια την καρδιά της νεαρής Πανδώρας στην προσπάθεια του να την σώσει από τον αδίστακτο Καλόγερο. Ο οποίος στο πρόσωπό της βλέπει το παρελθόν του. Αλλά ο πόλεμος... Είναι ο τελευταίος ρομαντικός πόλεμος και φυσικά ο Γερμανός υποπλοίαρχος δεν ξεχνά την ιπποτική του συμπεριφορά, αν και συμβιβάζεται δύσκολα ο ηθικός εγωισμός του με τις νέες τακτικές του πολέμου (καταβυθίσεις εμπορικών πλοίων). Ρομαντικός και "ευπρεπής" αλλά ακέραιος πάντα, μέχρι την τελευταία μοιραία στιγμή, σε αντίθεση με τον στυγνό ρεαλισμό του Κόρτο Μαλτέζε, που όμως παραμένει και ο ίδιος ακέραιος στις δικές του αξίες, αξίες που δεν υποδεικνύουν η θέση και η κοινωνία αλλά η πραγματικότητα. Αξίες το ίδιο ανθρώπινες, αν και πιο ρεαλιστικές και με περισσότερη δυναμική επιβίωσης. Το μυστικό του Καλόγερου που ήξερε ο Σλούτερ και δεν αποκάλυψε στους Βρετανούς για να σώσει τη ζωή του απο το απόσπασμα, στο στόμα του Κόρτο γίνεται ένα καλό διαπραγματευτικό χαρτί για να σώσει τον εαυτό του και τον Ρασπούτιν. Ναι τον Ρασπούτιν, που δυο φορές πήγε να τον σκοτώσει, αλλα που θα τον ακολουθεί ως το τέλος, σαν η ανάστροφη εικόνα του Κόρτο...

Γιατί αυτό που γοητεύει στο χαρακτήρα του Κόρτο είναι ότι είναι μες την εποχή του χωρίς να είναι ήρωας... Δεν είναι το χαζοαμερικάνικο κόμικ με τον ήρωα - υπεράνθρωπο κλπ. Είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, ένας περιπετειώδης απλός τυπάκος που περιφέρεται, άθελά του, ανάμεσα στο χάος της παλιάς Βικτοριανής εποχής και στην σκληρή πραγματικότητα που οι αρχές του 20ου αιώνα γέννησαν. Παλεύει να επιζήσει σε ένα κόσμο που αλλάζει ταχύτατα και εντούτοις το πετυχαίνει χωρίς να προδώσει τους φίλους του ή τις δικές του αξίες. Απείθαρχος αλλά και εριστικός, υποκινητής καυγάδων, αλλά και υποστηρικτής αδυνάτων. Και το κυριότερο, δεν είναι καλός ούτε κακός. Απλά έχει μια απίστευτη ικανότητα να επιβιώνει γιατί έχει παντού την ικανότητα να κάνει φίλους, χάρις στην ειλικρίνεια και την εντιμότητά του, τον σωτήριο ρεαλισμό του και την αποδοχή του διαφορετικού.

Αλλά πάνω από όλα και πέρα από όλα είναι ένα αποκύημα της φαντασίας του Pratt. Η οποία τον φέρνει σε μια εποχή όπου ζήσανε μερικές από τις κολοσσιαίες προσωπικότητες των γραμμάτων και της διανόησης και με τις οποίες θα μείνει φίλος ως το τέλος. Τον Λόντον, τον Χεμινγουαίη, τον Έσσε, τον Μαν, τον Μπας Κάσσιντυ ακόμη και τον ίδιο τον Στάλιν, Συναντά στα χαρακώματα του Βορρά το πτώμα του Κόκκινου Βαρώνου, στην Πικαρδία, μόνο και μόνο για ένα μπουκάλι καλό κόκκινο κρασί Βουργουνδίας. Γιατί παρόλο που ζει μέσα στο Μεγάλο Πόλεμο, δεν θα συμμετάσχει ποτέ, παρά μόνο για να βγάλει χρήματα απο αυτόν, κι αυτό σε συνεργασία με όλους, Άγγλους, Αμερικάνους, Γάλλους αλλά και Γερμανούς Αυστριακούς, Ιταλούς... και έναν Έλληνα πολύ γνωστό.

Για τους λάτρεις του είναι όλη η ιστορία των χρόνων απο το 1905 έως και τον Ισπανικό Εμφύλιο Ένας άνθρωπος διατρέχει την Ιστορία και την ακουμπά. Δεν παρεμβαίνει. Απλά η Ιστορία είναι το φόντο στον καμβά των περιπέτειών του... Ονειρεύθηκε την ουτοπία του Μωρ στην Ευρώπη, κυνηγώντας χρυσό στην Κίνα, στην Νότια Αμερική, στην Καραϊβική και την αχανή Σιβηρία, ψάχνοντας το θησαυρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε μια άγνωστη Τουρκία των μεταοθωμανικών χρόνων για να καταλήξει στο Αφγανιστάν και απο κεί μέχρι τις άγριες πάμπες της Αργεντινής και την συμμορία των Κάσσιντυ και Κιντ, κάνοντας μια στάση για να χορέψει έναν ερωτικό tango... Και κάπου στις μάχες του Ισπανικού μετώπου χάνονται τα ίχνη του, πολεμώντας μόνο εκεί που, όπως λέει σε ανύποπτο χρόνο, αξίζει να πεθάνει κανείς: σε μια Επανάσταση....


Ω! η φαντασία του Hugo Pratt είναι ατέλειωτη...


ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ...



Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007

1984

Το «1984» θεωρείται από πολλούς ένα προφητικό βιβλίο σήμερα. Διόλου τυχαίο αφού το προσωνύμιο του Μεγάλου Αδερφού αποτελεί τίτλο εκπομπής (-ων) που έσπασε ρεκόρ τηλεθέασης σε πολλές χώρες. Η λογική της παρακολούθησης της ζωής κάποιων τρίτων ανέκαθεν κινητοποιούσε περίεργα ένστικτα στους ανθρώπους. Και το απλό κουτσομπολιό κρύβει κάτι παρόμοιο. Όμως από όλο το περιεχόμενο του έργου κανείς δεν έχει αντιληφθεί ότι ο συγγραφέας δεν περιγράφει μια φανταστική χώρα. Αντιθέτως επεξεργάζεται μια κατάσταση η οποία ελάχιστα απείχε από τα βιώματα των ανθρώπων της ναζιστικής Γερμανίας και της σταλινικής Ρωσίας. Απλά ανακάλυψε που μπορεί να καταλήξει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Και φυσικά ένας Ανατολικογερμανός θα μπορούσε να μας πει πιο πολλά γι’ αυτό. Ακόμα και στο πρόσφατο έργο «οι ζωές των άλλων» η περιγραφή απέχει αρκετά από την πραγματικότητα. Ήταν πολύ πιο σκληρή για όποιον τη βίωνε…

Ο Όργουελ δεν είναι απλός συγγραφέας. Δεν μπορείς να κατανοήσεις τα βιβλία του αποσπασματικά και έξω από την ζωή του. Για να αντιληφθεί κανείς το «1984» οφείλει να έχει διαβάσει πιο πριν την περιγραφή της εμπειρίας του από τον Ισπανικό Εμφύλιο, το «Πεθαίνοντας στην Καταλονία». Από την στιγμή εκείνη και μετά ο Όργουελ είναι άλλος άνθρωπος…

Στον Ισπανικό Εμφύλιο ο Όργουελ πήγε με την ίδια απλή λογική που δεκάδες εργάτες από όλα τα μέρη της Ευρώπης συνέρρεαν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Την λογική της πάλης του σοσιαλισμού απέναντι στον φασισμό. Όπως δεκάδες άλλοι Άγγλοι εργατικοί, πολέμιοι της πολιτικής του κατευνασμού του Τσαμπερλέιν αλλά και οδηγούμενοι από την αγωνία τους για την συνεχή επικράτηση φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη, θυσίασαν τη ζωή τους στην μάχη που διεξάγονταν στην Ισπανία. Η εικόνα που είχαν για την σοσιαλιστική – κομμουνιστική ΕΣΣΔ απείχε παρασάγγες από την πραγματικότητα. Και φυσικά γνώρισαν από πρώτο χέρι την «κομμουνιστική λογική» στην Ισπανία.

Ο Όργουελ συμμετείχε στην ομάδα των τροτσκιστών του P.O.U.M. Όσοι έχουν δει την ταινία «Γη και Ελευθερία» μπορούν να πάρουν μια ιδέα της πραγματικότητας που βίωνε ο Όργουελ όσον αφορά τις κόντρες απέναντι στο επίσημο Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας και στα υπόλοιπα αντιστασιακά κινήματα. Αν και κυριότεροι αντίπαλοι τους θεωρούνταν οι αναρχικοί της Μαδρίτης και της Βαρκελώνης, οι οποίοι και κράτησαν τις επάλξεις στην αρχή του αγώνα. Στην κομμουνιστική λογική ότι είτε ελέγχουμε την επανάσταση είτε την υπονομεύουμε μέχρι να πέσει στην εξουσία μας, οι ομάδες των «δημοκρατικών» παράλληλα με την επανάσταση, σκοτώνονταν (στην Βαρκελώνη, στην Μαδρίτη, στην Βαλένθια) για τον έλεγχο της εξουσίας. Οι Σοβιετικοί ενισχύανε μόνο τους αγωνιστές του Κ.Κ.Ι. και φυσικά επιμένανε στην προοπτική της κομμουνιστικής επανάστασης. Σε συνεχή σύγκρουση με τους τροτσκιστές και τους αναρχικούς εν τέλει αφόπλισαν τις ομάδες αυτές εφαρμόζοντας μια ενιαία τακτική για το πόλεμο, πλην όμως ήταν πλέον αργά.

Ο Όργουελ πολέμησε και τραυματίστηκε, είδε την πολιτική κόντρα από μέσα, κατάλαβε στο τέλος ότι αξία δεν είχε η μάχη έναντι των φασιστών αλλά η συνεχής μάχη για την κατάληψη της εξουσίας της επανάστασης από τους κομμουνιστές. Στο τέλος έφυγε από την Ισπανία και ως εχθρός… απογοητευμένος πλήρως από την κομμουνιστική νομεκλατούρα την λογική της οποίας ανακάλυψε από πρώτο χέρι στις συγκρούσεις της Βαρκελώνης. Εν τέλει επέστρεψε στην Αγγλία ιδεολογικά φορτισμένος ενάντια στον κομμουνισμό, αισθανόμενος ότι η ιδεολογική τους προσέγγιση δεν απείχε και πολύ από μια απολυταρχική λογική εξουσίας, όχι όμως για την κατάληψη του κράτους, των θεσμών και της οικονομίας αλλά για την ποδηγέτηση της αντίδρασης των εργατών απέναντι σε όλα τα παραπάνω. Η λογική του «ή μαζί μας ή τίποτε»…

Το Πεθαίνοντας στην Καταλωνία αφήνει στον αναγνώστη μια πίκρα για κάτι που χάθηκε άδικα. Εντούτοις αποδέχεσαι ότι η ανικανότητα των μαχητών, πρόθυμοι να σκοτωθούν αλλά και ικανοί να το πάθουν, αποτέλεσε την ανάγκη και συνέπεια της δημιουργίας μιας κεντρικής εξουσίας της Επανάστασης. Βέβαια η αριστερή αρρώστια λέγεται ιδεολογία και όπως ισχύει παντού σε καθενός το κεφάλι έχει και άλλη μορφή. Απόρροια της απέχθειάς του για την ΕΣΣΔ και τα παραρτήματά της και έχοντας αντιληφθεί την πραγματικότητα που κρύβεται κάτω από τα ατέλειωτα λόγια των συνεδρίων, ήταν το πανέξυπνο βιβλιαράκι, «Η φάρμα των ζώων», το οποίο δίνει μια ρεαλιστικότατη περιγραφή της δημιουργίας της ΕΣΣΔ και πως εν τέλει η επανάσταση ξεπουλήθηκε στην αστική τάξη…

Στο 1984 οι πάντες, οι πάντες, κολλάνε στην λογική της παρακολούθησης από την οθόνη της ζωής των άλλων. Το βρίσκουν εφιαλτικό. Η ζωή απέδειξε ότι μπορεί να γίνει αποδεκτό και από τους παρακολουθούντες και από τους παρακολουθούμενους.
Ελάχιστοι όμως σταμάτησαν και ανέγνωσαν με τρόμο τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. 2+2 = 5 γιατί έτσι το λέει ο Μεγάλος Αδερφός. Ακόμη και τον μόνον άνθρωπο που αγάπησες στη ζωή σου και με τον οποίο μοιράστηκες στιγμές ευτυχίας μπορείς να τον προδώσεις αν βρεθείς αντιμέτωπος με τους φόβους σου… όταν πλέον χάσεις κάθε εκτίμηση για τον εαυτό σου και όταν απλά συμφωνείς σε ότι σου λένε, όταν πάψεις να ελπίζεις σε οτιδήποτε και μόνος σου αφαιρέσεις από το μυαλό σου την κριτική σκέψη, το ΜΟΝΟ που σε ξεχωρίζει από τα ζώα, τότε πράγματι μπορείς να αγαπήσεις τον Μεγάλο Αδερφό…

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007

Η αρρώστια της νιότης...

Τυχαία παρακολούθησα φέτος τον Ιούνιο δύο θεατρικές παραστάσεις από τον ερασιτεχνικό θεατρικό όμιλο του Αγ. Στεφάνου. Χωρίς να έχουν συνεννοηθεί μεταξύ τους οι σκηνοθέτες επέλεξαν να ανεβάσουν στην ίδια σκηνή δύο θεατρικά έργα γραμμένα την περίοδο του μεσοπολέμου, τα οποία όμως προέρχονται από δύο «διαφορετικές» χώρες. Το γερμανικό «η αρρώστια της νιότης» και το γαλλικό «6ο πάτωμα».
Για κάποιον αδαή στην νεότερη ιστορία η εν λόγω συγκυρία δεν λέει τίποτε. Κι όμως…
Η εποχή του μεσοπολέμου αποτελεί το σημαντικότερο θέρετρο της ιστορίας για μια Ευρώπη όπως είναι σήμερα. Είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς την εξέλιξη της νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας χωρίς να βυθιστεί στην παραζάλη του μεσοπολέμου. Τότε που κυριολεκτικά άλλαξαν όλα. Και κυρίως οι άνθρωποι…
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος μέχρι και το 1945 ήταν γνωστός στην ιστορία ως «Ο Μεγάλος Πόλεμος»! Λογικό αφού αποτέλεσε έναν πόλεμο του οποίου η έκταση ξεπέρασε τα στενά όρια της Ευρώπης, οι δε λαοί και τα κράτη που αναμίχθηκαν σε αυτόν κατελάμβαναν κάθε γνωστή έκταση του πλανήτη. Πέραν του γνωστού δυτικού μετώπου των χαρακωμάτων, υπήρξαν στρατιωτικές επιχειρήσεις σε Αφρική και Ασία και στα νησιά της Ινδονησίας. Για πολλούς μάρτυρες του Β’ Π. Π. αποτέλεσε τον τελευταίο έντιμο πόλεμο – αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο για το πόλεμο – στην λογική ότι αφορούσε καθαρά στρατιωτικές δυνάμεις και δεν επηρέασε, άμεσα, το πληθυσμό. Μετά από τα εγκλήματα και της σφαγές των πληθυσμών του Β’ Π.Π. είναι λογικό να το ισχυρίζεται κανείς.
Η λήξη του πολέμου αποτέλεσε μια αποκάλυψη για όλο το τότε πολιτισμένο ευρωπαϊκό πληθυσμό. Ιδιαίτερα όμως για τους Γερμανούς, τους Γάλλους και τους Άγγλους. Οι τελευταίοι έκαναν αυτό το πόλεμο για να εδραιώσουν την θαλασσοκράτειρα αυτοκρατορία τους έναντι της επεκτατικής πολιτικής των Γερμανών. Στο τέλος του βρεθήκαν κατεστραμμένοι οικονομικά και οποιοσδήποτε έμπειρος πολιτικός αντιλαμβανότανε ότι είχε σημάνει η αρχή του τέλους… και επειδή όλα σε αυτή τη ζωή είναι οικονομία – και τα υπόλοιπα λόγια του αέρα – οι Βρετανοί βρεθήκαν χρεωμένοι έναντι των Αμερικανών και φυσικά συνέτειναν στην προσπάθεια της Γαλλίας να απομυζήσουν την ηττημένη Γερμανία μέσω των πολεμικών αποζημιώσεων για να ξεπληρώσουν τους Αμερικανούς. Ο κόσμος στην Αγγλία είχε όμως θορυβηθεί έντονα από το γεγονός ότι χρειάστηκαν 4 χρόνια και τεράστιες θυσίες για να νικηθεί η Γερμανία, άλλα άκουγαν το 1913. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1939 ήταν όμως προετοιμασμένοι…

Οι Γάλλοι είχαν υποστεί επί τέσσερα χρόνια μια τεράστια αφαίμαξη σε έμψυχο υλικό και σε οικονομικές θυσίες. Με το τέλος του πολέμου ήθελαν να υποχρεωθεί η Γερμανία να εξοφλήσει τα πολεμικά χρέη της Γαλλίας μέχρι και την τελευταία δεκάρα. Είχαν μπει και αυτοί στο πόλεμο με την ελπίδα να ανακτήσουν ότι είχε χαθεί το 1870 και να κρατήσουν τις υπερατλαντικές κτήσεις τους. Ο απολογισμός στο τέλος απέδειξε ότι οι θυσίες – ιδιαίτερα σε έμψυχο υλικό – ήταν αναντικατάστατες ανεξαρτήτως κέρδους. Τόσο αυτοί όσο και οι Βρετανοί τερμάτισαν το πόλεμο εξουθενωμένοι και φυσικά όπως κάθε πληγωμένος εγωισμός απαίτησαν από την Γερμανία πλήρη και ολοσχερής αποζημίωση. Στο μυαλό του κόσμου δεν υπήρχε χώρος για θριάμβους και πανηγύρια για τη νίκη αλλά ένα ξεφύσημα ικανοποίησης για το τέλος αυτού του πολέμου που δίχασε τους Γάλλους περισσότερο από κάθε άλλη φορά και έφερε στο προσκήνιο εντάσεις που επί 40 και πλέον χρόνια μετά την ήττα του ’70 κρατούνταν καλά κρυμμένα από τον θιγμένο γαλλικό σοβινισμό και εθνικισμό. Η μάχη στο Βερντέν έκανε το γαλλικό λαό να απεκδυθεί το μανδύα του ισχυρού που του επιζητούσαν να φοράει οι πολιτικοί και να ξεχυθεί με το τέλος του πολέμου στους δρόμους απαιτώντας … τη ζωή. Ζωή που είχε χαθεί για χιλιάδες Γάλλους τα χρόνια του πολέμου. Και σαν αντίδραση στην σιωπή και στην καταπίεση της πολεμικής προσπάθειας αλλά και σαν ένα τεράστιο όχι στο πόλεμο και στο θάνατο – μια απόλυτη φυσική αντίδραση για το άτομο αλλά όχι για το σύνολο – κυριολεκτικά ξεχύθηκαν στις κάθε είδους διασκεδάσεις και στην θαλπωρή της τέχνης για να ξορκίσουν το κακό. Είναι η εποχή της «Belle Époque»…
Στην ουσία της ζωής μετά το πόλεμο η Γαλλία θέλει να ξεχάσει. Όχι να μην το σκέπτεται απλά… να το διαγράψει τελείως! Στο «6ο πάτωμα» οι ένοικοι ζουν μια ζωή περιορισμένοι στον κόσμο του 6ου πατώματος. Τίποτε κάτω – ή πάνω – από αυτό δεν τους ενδιαφέρει. Το έργο, το οποίο αποτέλεσε μια από τις ωραιότερες θεατρικές επιτυχίες του Ηλιόπουλου και μάλιστα παίχτηκε και στο σινεμά με τον τίτλο «οι κυρίες της αυλής» με πιο χαρούμενο τέλος, είναι μια αντιπροσωπευτική εικόνα της Γαλλίας του μεσοπολέμου. Οι άνθρωποι είναι αποστασιοποιημένοι από κάθε συγκρουσιακή κατάσταση. Απλά περιγράφετε μια καθημερινότητα, απλή αλλά διασκεδαστική, με μια δισυπόστατη ερωτική ιστορία, με χαρακτήρες τόσο απλούς και καθημερινούς που απορείς… Κι όμως βγάζει το γέλιο και την πίκρα με την ίδια λεπτότητα και τον ίδιο απλό και φυσικό τρόπο. Ούτε βαθυστόχαστα νοήματα, ούτε αναλύσεις. Απλοί καθημερινοί άνθρωποι, απλή ζωή. Τίποτε περισσότερο. Ότι έλειψε από τη Γαλλία στον πόλεμο…

Και η Γερμανία… Η Γερμανία είχε υποστεί ένα τόσο μεγάλο σοκ που μόνο η τέχνη μπορεί να το περιγράψει…
Μπήκαν στο πόλεμο με το όνειρο της παγκόσμιας κυριαρχίας. Πεπεισμένοι για την πολεμική τους ικανότητα (ελεώ 1870) και την πολιτική τους υπεροχή (ελεώ Μπίσμαρκ). Όλες οι αντίθετες φωνές είχαν καταπνιγεί. Η νίκη φτερούγιζε πάνω από τα κανόνια τους. Τεχνολογία…
Τέσσερα χρόνια μετά η Γερμανία υπογράφει ειρήνη από το φόβο της εσωτερικής διάλυσης. Όλα τα πατροπαράδοτα πιστεύω έχουν κουρελιαστεί. Όλες οι αξίες, οι ελπίδες και τα όνειρα μιας κοινωνίας έχουν διαψευστεί. Τα πάντα καταρρέουν…
Η δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν ένα μόρφωμα που ποτέ δεν αποδέχτηκαν οι Γερμανοί και ποτέ δεν είδαν με συμπάθεια. Στην κατεστραμμένη από το πόλεμο Γερμανία οι συγκρούσεις εκτυλίχτηκαν με δαιμονικό ρυθμό. Όχι το κίνημα των Σπαρτακιστών, που κυριολεκτικά καταπνίγηκε εν τη γεννέσει του. Αλλά οι βαθιές κοινωνικές συγκρούσεις των ατόμων απέναντι στις αποτυχημένες αξίες και αρχές του Β’ Γερμανικού Ράιχ. Ο πόλεμος σκότωσε μια ολόκληρη νέα γενιά. Όσοι επιζήσανε αμφισβητήσανε σφοδρά την γερμανική ιδιοσυγκρασία, γκρεμίζοντάς την από το βάθρο της. Απογοητευμένοι και αυτοκτονικοί, άπιστοι σε κάθε ηθική αξία και αρετή, αμφισβητώντας θεσμούς και αξίες τις οποίες δεν άγγιζε κανείς για χρόνια, γκρέμιζαν με την καθημερινότητά τους όλα όσα πίστευε ο γερμανικός λαός και δημιούργησαν ένα κλίμα αλλαγής που πρώτη φορά αντίκριζε η γερμανική κοινωνία. Μια αρρώστια της νιότης...
Το έργο το έγραψε ο Φρεντερικ Μπρούκνερ το 1926 αλλά το θεωρούσε τόσο σκληρό που δίστασε να το ανεβάσει στο σανίδι. Εν τέλει ανέβηκε το 1929 χρονιά του κραχ. Δεν χρειάζεται να το αναφέρω λεπτομερώς, ούτε και να περιγράψω πόσο πολύ με συγκλόνισε. Ο Φρέντερ, ένας άνθρωπος χωρίς αξίες, κυνικός, ιδιοτελής, τόσο όμορφα θηριώδης και στυγνός εκμεταλλευτής των ψυχών. Μια χαρισματική αλλά και αυτοκτονική Ντεζιρέ, πανέμορφα ερωτική καθώς πορεύεται προς το θάνατο, καταρρίπτοντας κάθε αστικό μύθο. Η γλυκιά Μάριον, που καταφέρνει να χάσει αυτόν που αγαπάει για να καταλήξει κι αυτή σπρωγμένη από τον πεσιμισμό της Ντεζιρέ και το χέρι του Φρέντερ στο θάνατο. Ο άφιλος και κενός γιατρός, ο μόνος που τολμά να αναφερθεί στο πόλεμο, απλός παρατηρητής όλων. Η αθώα και ευχαριστημένη υπηρέτρια που πείθεται από τον Φρέντερ να γίνει πόρνη. Οι δυο εραστές που αδρά σκιαγραφούν το αποκρουστικό πρόσωπο της χιτλερικής Γερμανίας, έτοιμοι για κάθε ατιμία «εντός των κοινωνικών πλαισίων…»
Αυτή είναι η γενιά του πολέμου. Μέσα από τη βρομιά των χαρακωμάτων και την πτώση των αετών, μια γενιά καταρρέει, διαμαρτυρόμενη. Η νεολαία της Γερμανίας δεν έπαψε να «πεθαίνει» με τη λήξη του πολέμου. Από τις στάχτες της ξεπετάγεται ένα κύμα απογοήτευσης και αηδίας για το «ένδοξο» παρελθόν που όμως βροντοφωνάζει διεκδικώντας το σήμερα. Πόσα τρομερά μυαλά έβγαλε η Γερμανία την περίοδο αυτή! Έσσε, Ρεμάρκ, Μαν… Μέσα από το έργο βγαίνει απογοήτευση και πίκρα για την ανθρώπινη μοίρα. Κι όμως στα καμπαρέ και στα χαμαιτυπεία του Βερολίνου η τέχνη διαλύει ψευδαισθήσεις και σοδομεί κάθε νύχτα τον άσπιλο κώλο της γερμανικής αστικής νοοτροπίας, απειλώντας τον με την σεξουαλική απελευθέρωση της. Δεν θα της το συγχωρήσει ποτέ…
Στο τέλος το φίδι που ζεσταίνονταν στον κόρφο της θα απαιτήσει ξανά δόξες, αίματα, θυσίες. Θα κυνηγήσει το ωραίο και θα θάψει την «παρακμιακή» τέχνη.. Μέσα στην παραζάλη της ήττας και την καταπίεση της οικονομικής ανέχειας οι Γερμανοί θα δουν μια «ελπίδα». Για τα επόμενα χρόνια θα την βιώνουν κάθε μέρα μέχρι που θα έρθει η στιγμή της αλήθειας…

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2007

Ριχάρδος Γ'

«…τώρα της δυσαρέσκειάς μας τον χειμώνα τον έχει κάνει θέρος λαμπρό τούτου του Γιορκ ο ήλιος…»

Πάντα συνήθιζα να θυμάμαι αυτή τη φράση όταν κάποιος ιδιαίτερα θεατρόφιλος επιχειρούσε να ανοίξει κουβέντα σχετικά με τον Σαίξπηρ. Στην Ελλάδα με την ιστορία του αρχαίου δράματος το οποίο διδάσκεται στα σχολεία, σε αντίθεση με τα έργα του Σ. που δεν αναφέρονται καν, πουθενά, η απλή γνώση έστω και 2-3 έργων του αποτελεί το ζητούμενο ακόμη και για τους μυημένους. Συνήθως ο κόσμος αγνοεί συστηματικά τις κωμωδίες του Σ. και το μόνο έργο που ξέρουν άπαντες είναι το Ρωμαίος και Ιουλιέτα για ευνόητους λόγους.

Επειδή είναι πραγματικά δύσκολο τόσο το αρχαίο δράμα και η κωμωδία όσο και τα έργα του Σ. να ανέβουν σε θεατρική σκηνή, καθότι η πολυπροσωπία των ρόλων και η ακρίβεια της παραγωγής βάζουν σε αμφιβολίες κάθε επιχειρηματία, μόνο από κάποιες παραστάσεις του Εθνικού μπορεί κανείς να θαυμάσει αυτά τα έργα. Και πάλι μέσα από πολλές αμφισβητήσεις των κριτικών και παλινδρομήσεις σκηνοθετών και ηθοποιών.

Όσοι γνωρίζουν τα έργα του Σ. έχουν δει ένα δύο στο θέατρο, κάποια στο κινηματογράφο, αρκετοί δε έχουν διαβάσει κάποια. Οι διαφορές μεταξύ θεάτρου και σινεμά είναι τεράστιες αλλά και μεταξύ ανάγνωσης δεν τίθεται καν θέμα. Τα έργα γράφτηκαν για θέατρο, για να τα δει ο θεατής σε σκηνή. Ούτε για ανάγνωση. Ωστόσο ο κινηματογράφος σκηνικά στηρίζει το έργο του Σαίξπηρ και η ανάγνωση αποκαλύπτει πίσω από τις γραμμές το μεγαλείο του πνεύματος.

Απ’ όλους τους ήρωές του ο πιο πραγματικός χαρακτήρας, ο πιο ρεαλιστής ήρωας και η πιο καθαρή προσωπικότητα παραμένει ο Ριχάρδος ο Γ.

Είναι πραγματικός χαρακτήρας κι όχι μια γκροτέσκο – αν επιτρέπεται η φράση – καρικατούρα, η οποία περιφέρεται επί σκηνής και καταριέται δαίμονες και φαντάσματα για την τύχη του, όπως εκείνος ο ξεφτίλας ο Άμλετ που του παίρνει μισή ζωή μέχρι να καταλάβει τι συμβαίνει και όταν το πιάνει, τον τρώνε δήθεν οι τύψεις, ο ξενέρωτος. Ο οποίος ακόμη κι όταν αποφασίζει να εκδικηθεί το κάνει τόσο χάλια που δε μένει ρουθούνι όρθιο. Όλοι δίκαιοι άδικοι χάνονται και ανάμεσά τους εκείνο το αλαφροΐσκιωτο η Οφειλίτσα. Ή εκείνη η «αδερφή» ο Ρωμαίος που αντί να σταθεί δίπλα στην Ιουλιέτα σαν άντρας, το ρίχνει στις συνομωσίες και στο τέλος πάει …. Και δεν το συζητώ για τον Ληρ τον ονειροπαρμένο, που όχι μόνο χάνει τα οφίτσια αλλά επιμένει να ζει στο δικό του φανταστικό κόσμο. Μπροστά σε όλους αυτούς τους «φανταστικούς» ανθρώπους ο Ριχάρδος είναι ο άρχοντας της σκηνής!!! Από την αρχή μέχρι το τραγικό τέλος παραμένει πιστός στην ιδέα της εξουσίας, οργανώνει το σχέδιό του βασιζόμενος στην μικρότητα και στον χαμερπή χαρακτήρα των ηρώων και επουδενί δεν προδίδει το θεατή – αναγνώστη που περιμένει από αυτόν να σταθεί άξιος συνεχιστής του σχεδίου του, ακαταπόνητος και ειλικρινής πάνω απ’ όλα με τον εαυτό του. Ένας ήρωας που σε συναρπάζει καθώς οι κινήσεις του είναι γεμάτες αλήθεια και στιβαρότητα, σκληρές αλλά τέλεια σχεδιασμένες. Ένας πραγματικός χαρακτήρας ακλόνητος μπροστά σε κάθε ηθικό εμπόδια. Γιατί το αποτέλεσμα είναι ανώτερο από κάθε ηθικοπλαστική μικρότητα.

Από την άλλη είναι ρεαλιστικός ως το κόκαλο. Πόσους Άμλετ, Ληρ, Ρωμαίους και Ιουλλιέτες μπορείς να βρεις στην πραγματική ζωή; Κι αν υπάρχουν κάποιοι η ίδια η φύση φροντίζει να εξαφανιστούν. Αδύναμοι άνθρωποι, ανίκανοι να στηρίξουν τον εαυτό τους και τα όνειρά τους και να πραγματοποιήσουν τις ιδέες τους. Ζητούν είτε από τους θεούς, είτε από τρίτους να ενδιαφερθούν γι’ αυτούς και όταν έρθει η κρίσιμη ώρα δεν πράττουν τίποτε…. Άνθρωποι σαν το Ριχάρδο – και μην παραβλέπετε τον δεινό χαρακτήρα του – ανακινούν τα νήματα της ανθρωπότητας, αλλάζουν τον κόσμο και προχωρούν την ζωή σε όρια πέρα από το κανονικό. Όσοι τον βλέπουν «κακό» κάνουν λάθος. Είναι ένα γνήσιο τέκνο του ανθρώπου ένας μελετητής της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, της νοοτροπίας των αδυνάτων και της ηλιθιότητας των επηρμένων. Ο Ριχάρδος δεν δυναστεύει αδύναμους. Υποτάσσει τους επαρμένους, καταβαραθρώνει τους ονειροπαρμένους και συντρίβει όσους ξέχασαν την ουσία της ζωής. Να παλεύεις και να προχωράς…

Είναι μια καθαρή προσωπικότητα. Δεν προδίδει το θεατή ούτε και τον συγγραφέα. Από την αρχή ξεκαθαρίζει τη στάση του, τους λόγους και το σχέδιό του. Δεν χρησιμοποιεί δαιμονικά και ξόρκια. Σαν την λαίδη Μάκβεθ ορμάει στον σκοπό, όχι όμως με την υστερόβουλη αγωνία και τον επιθανάτιο ρόχο αυτής, αλλά με το καθαρό μυαλό και το υπολογισμένο σχέδιο. Και πετυχαίνει ακριβώς γιατί δεν παραβιάζει κανέναν ανθρώπινο νόμο. Απλά ακολουθεί και χρησιμοποιεί την μικρότητα των ανθρώπων. Οι οποίοι και θα τον προδώσουν, όπως κάθε άνθρωπο που παίρνει την εξουσία με αυτά τα μέσα. Γιατί ο Ριχάρδος μπροστά στην κατάκτηση του στόχου ενεργεί με καθαρότητα, ψυχραιμία και διαύγεια. Αλλά μόλις την αποκτάει διολισθαίνει στην άλλη άκρη και διηθίζεται στην αρχομανία του. Όχι γιατί απέκτησε την εξουσία με όλα τα μέσα – δεν υπάρχουν ερυνίες στη ζωή μόνο στο μυαλό των φοβισμένων ανθρώπων – αλλά γιατί πέτυχε αυτό το οποίο από την αρχή φαίνεται αδύναμο. Και αμέσως μετά … όλα έμειναν χωρίς νόημα!!!

Ένας πραγματικός «ήρωας» ;

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς...

Όταν πρωτοδιάβαζα τα βιβλία του Χρόνη Μίσσιου ένιωσα ανάμεικτα συναισθήματα… Από την μια με έκαναν να γελώ με την ειλικρινή διακωμώδηση της κατάστασης και του πνεύματος εκείνης της εποχής αλλά και να μελαγχολώ και να σεκλετίζομαι, από την άλλη να στεναχωριέμαι, να πεισμώνω ακόμη και να οργίζομαι. Δεν μπορούσα να τα κατατάξω κάπου στα όσα μέχρι τότε είχα διαβάσει. Και να σκεφτεί κανείς ότι είμαι από τους ανθρώπους που γι’ αυτήν την σκοτεινή – ιστορικά – περίοδο της Ελλάδας έχω αφιερώσει αρκετό διάβασμα και μάλιστα τα χρόνια από το 1990 και ύστερα όπου άρχισαν να κυκλοφορούν αρκετές μελέτες και κείμενα τα οποία προσπαθούν αντικειμενικά – όσο μπορεί να ισχύει αυτό σε μια χώρα όπου όλοι οι κάτοικοι έχουν στο πολιτικό DNA τους γραμμένη την ιστορία του εμφυλίου – να δώσουν μια πραγματιστική εξήγηση των γεγονότων. Και λέω τα τελευταία χρόνια γιατί παλαιότερα οι όποιες απόπειρες ιστόρησης των γεγονότων ενέπιπταν σφόδρα στην προσπάθεια να δικαιώσουν την εκάστοτε πλευρά για την στάση και τα πεπραγμένα της. Για ένα νέο που προσπαθεί να μάθει την αλήθεια η αναζήτησή της κάτω από τις γραμμές ήταν δύσκολη, ενίοτε όμως και χρήσιμη.

Ο εμφύλιος (ή μάλλον η αντίσταση του Έθνους κατά του αναρχοκομμουνιστοληστοσυμμοριτισμού… πάντα γούσταρα αυτή τη πλάκα απέναντι σε όλους γιατί δημιουργεί αμηχανία και στους μεν και στους δε) τα πριν και τα μετά αποτέλεσαν ανέκαθεν μια ιστορία της Ελλάδος που κανείς δεν ήθελε να γράψει… απλά ανέφερε ο καθένας τα προσωπικά του βιώματα, αναζητούσε τρόπους δικαίωσης των πεπραγμένων και μετά, σίγουρος ότι έπραξε το δέον και συμβιβασμένος με τον εαυτό του, κατέληγε στην δόξα που γεννά η αυτοϊκανοποίηση. Τι να μου απαντήσουν όλα τα βιβλία που έγραψαν οι ζώντες μάρτυρες των γεγονότων όταν ο καθένας προσπαθούσε να απαλλάξει τον εαυτό του από κατηγορίες της γραμμής, να δικαιώσει φίλους και συντρόφους, να ισχυροποιήσει την κομματική γραμμή… Εξάλλου ο εμφύλιος στην Ελλάδα δε τελείωσε ποτέ… Τουλάχιστον μέχρι το 199…

Αν και είμαι γεννημένος σε οικογένεια Αριστερών, πάντα αυτό με έκανε και γελούσα αντί να σοβαρεύω. Το άκουγα κάπως σαν οικογένεια Διαφορετικών… Η μάνα μου δηλαδή και οι γονείς της, κυρίως ο παππούς. Ο παππούς ευτυχώς… πέθανε νωρίς. Ελασίτης και βασανισμένος εξόριστος από το 1949 έως και το 1963. Και μια τριετή συμπληρωματική στη δικτατορία. Μάνα και κόρη μεγάλωσαν σε επαρχιακή πόλη μόνες και κυνηγημένες. Μαζί μ’ αυτά και η διαγραφή το 1968 στις φυλακές λόγω εισβολής στη Πράγα – οι αριστεροί πάντα είχαν φαντασία σ’ αυτά!!! Απορώ ακόμη πως δεν έγινα κομμουνιστής. Μάλλον γιατί, όπως ξαναείπα, πέθανε ο παππούς το 1985, όταν ήμουν 10 ετών και γλίτωσα τη διαφώτιση. Πως πέθανε; Από εγκεφαλική συμφόρηση, μάλλον λόγω προσωπικών διαπιστώσεων σχετικά με το κόμμα, αυτά τα κατάλαβα μετά. Πάντως ο πατέρας μου ησύχασε. Δεν θα γινόμουν κομμουνιστής.

Η πλευρά του πατέρα μου δεν ήταν η πλευρά των δεξιών (ευτυχώς απ’ αυτό δεν είχαμε πιάσει). Αλλά ήταν η πλευρά που χωρίς να ανήκει ούτε στην μια ούτε στην άλλη πλευρά υπέφερε περισσότερο. Μια οικογένεια, 4 παιδιά, κατεβήκανε κακήν κακώς από ένα χωριό των Τ….. στο Β…. χωρίς να έχουν τίποτε αφήσει πίσω – τα είχαν κάψει οι Γερμανοί – και ακολουθώντας την πολιτική του ελληνικού στρατού να εκκενώνει τα χωριά που είχαν σχέσεις με τον ΕΛΑΣ. Η φτώχεια που μεγάλωσε ο πατέρας μου σε συνδυασμό με το κυνήγι και την φτώχεια της μάνας μου έκαναν το τέλειο μικροαστικό ζευγάρι. Όπως το 99% της Ελλάδας δηλαδή…

Το να μιλάει κανείς γι’ αυτά και να μην δίνει βιογραφικό είναι δεδομένο σε αυτήν τη χώρα. Και 150 χρόνια να περάσουν σε κάθε αναφορά θα υπάρχει ερώτηση: με ποια πλευρά ήσασταν τότε; Το ήσασταν αναφέρετε σε όλη την οικογένεια!!! Κάτι σαν τη λέπρα ένα πράγμα. Δεν δικαιούσαι να ομιλείς αν δε δώσεις ραπόρτο. Να ξέρει ρε παιδί μου ο άλλος αν τα όσα θα πεις τα λες ελεύθερα ή …. προβοκατόρικα. Κομμουνιστική λογική. Τέλος πάντων. Ο πατέρας μου με το θάνατο του παππού ησύχασε ότι δεν θα γίνω κομμουνιστής. Αγαπούσε την οικογένεια και ποτέ δεν κατάλαβε γιατί ο παππούς θυσίασε γυναίκα και κόρη για μια ιδέα. Ούτε και ο παππούς καταλάβαινε το πατέρα μου. Συζητούσαν όμως…

Όταν όμως ανακάλυψα μετά θάνατον τα βιβλία του παππού, κομμουνιστικά επί το πλείστον, έπεσα με τα μούτρα να τα διαβάζω. Κρυφά. Πολλά δε και δύσκολα. Εντάξει την «Εργατική και σοσιαλιστική ιστορία του 21ου» δεν την πάλευα, αλλά τη διάβασα. 2 τόμοι, εγώ διάβασα τον 2ο γιατί ο πρώτος είχε δοθεί στο κόμμα. Μισή δουλειά. Την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης του Ελλενστάϊν; Την πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη; Δεν συζητώ τα λογοτεχνικά, από Κάφκα μέχρι Χατζή. Ακόμη και Μακρυγιάννη και τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες. Ο παππούς ήταν βιβλιόφιλος. Ότι λεφτά του έστελνε η γιαγιά στη φυλακή τα ‘κανε βιβλία. Και οι ημερομηνίες, ’55, ’60, ’71. Διάφορα σοσιαλιστικά μυθιστορήματα. Τρέλα. Μόλις 12 ετών και μια βιβλιοθήκη όλη δική μου. Ο πατέρας μου όταν το πήρε είδηση τρόμαξε. Αλλά μια και διάβαζα ότι έπεφτε στα χέρια μου από 8 ετών δεν τόλμησε να με θίξει. Απλά μουρμούριζε… «πάλι βλακείες διαβάζεις, άνοιξε κανένα βιβλίο σχολικό» – μαθητής του 20!!!

Την ιστορία του Βουρνά την διάβασα απνευστί σε ένα καλοκαίρι. Μόλις 13 ετών και μ’ έπιανε το παράπονο για όσα διάβαζα. Τσαντιζόμουν με τις μαλακίες των βασιλιάδων και τις επεμβάσεις των ξένων δυνάμεων, καθώς και με τους εδώ συνεργάτες τους. Αυτούς δε τους μισούσα περισσότερο… εν τέλει γαλουχήθηκα με την αριστερή λογική και σκέψη αλλά, φευ, κομμουνιστής δεν έγινα. Θα φταίει μάλλον ο φίλος μου ο Ν…. που ήταν τότε κομμουνιστάκι πρώτης, μοίραζε Ριζοσπάστη κάθε Κυριακή πρωί και δεν έπαιζε μπάλα. Και αυτό εγώ δεν το γούσταρα. Να μη κοιμάσαι τις Κυριακές – είχα και έναν φίλο που σηκωνόταν το πρωί να πάει στους προσκόπους, άλλος μαλάκας από κει – και να μην ξέρει μπάλα!!! Απολίτιστος!!!

Μ’ αυτά και μ’ αυτά αποτελούσα καλό αντίπαλο για συζήτηση στα πολιτικά. Ειδικά στο Λύκειο ξεσκόνιζα ότι υπήρχε στη βιβλιοθήκη και μάλιστα αγόρασα και άλλα βιβλία σχετικά με τον εμφύλιο. Κόλαση. Μέχρι που όταν τσακωνόμουνα με κάτι φίλους δεξιούς – καλά παιδιά μωρέ, αλλά δεξιοί – και ήθελα να σπάσω πλάκα απειλούσα ότι θα έρθω την επόμενη στο σχολείο με το κονσερβοκούτι του παππού!!! Γενικά συζήτηση αλλά και χαβαλές. Ήξερα όμως πάντα ότι κι αν δεν έχω δίκιο έπρεπε να υπερασπιστώ αυτή τη γραμμή. Γιατί; Απλά γιατί από ‘κεί ήταν οι άλλοι. Και κάποιος έπρεπε να είναι από δω. Ποιος άλλος; Εγώ!

Στο πανεπιστήμιο τα πράγματα ήταν πιο ωραία. Εκεί βρήκα πραγματικούς κομμουνιστές (μέχρι τότε δεν ήξερα πολλούς αλλά και δεν τους γούσταρα, δεν παίζανε μπάσκετ και ήταν και σοβαροί). Λόγω και των σπουδών, η συζήτηση είχε ενδιαφέρον. Επειδή γνώριζα τα γεγονότα, γούσταρα συζήτηση πολιτική. Αλλά όχι πια με δεξιούς. Είχα βαρεθεί στο Λύκειο, ήταν και το 1993, μετά το Μητσοτάκη οι δεξιοί είχαν νερώσει… Αλλά τα κομμούνια ήταν πρώτα. Με φκιάνανε άσχημα λόγω θεωρίας και τσιτάτων και μου βγάζαν έναν δεξιό – σοσιαλιστή – καιροσκόπο που είχα καλά κρυμμένο μέσα μου. Τι τα θες! Άμα δεν έχεις μια καλή εκπαίδευση από μικρός, δεν βγαίνεις καλός κομμουνιστής. Και εγώ όπως είπα ήμουνα αυτοδίδακτος. Κακό πράμα.

Έτσι με τους κομμουνιστές ήμουν αντιδραστικός, με τους δεξιούς κομμουνιστής. Και συγχρόνως, ως επαρχιωτόπουλο στην Αθήνα, πετούσα τα λεφτά του πατέρα μου σε βιβλία… προς μεγάλη του στεναχώρια αφού απείχα και από τη σχολή. Εν τέλει μέσα σε 4 χρόνια διάβασα μισή βιβλιοθήκη βιβλία για την ιστορία της Ελλάδος «…από τότε έως και σήμερα…». Κάτι γκουμούτσες πέντε πήχες η κάθε μια. Και για όλα. Από Επανάσταση και ’97 μέχρι διχασμό και εμφύλιο. Πίστευα ότι είχα σχηματίσει τη δική μου εικόνα για το πόλεμο. Το καλό είναι ότι και με τα καινούργια πονήματα, αλλά και λόγω φύσης (αψίκορος και ευκολοχόρταστος) άρχισα να μετακινούμαι από τις αρχικές μου θέσεις, μάλλον να συντηρητικοποιούμαι. Δεν έγινα δεξιός! Απλά άρχιζα να αμφιβάλω για πολλά και κυρίως να διαβάζω ξανά κάποια βιβλία του παππού με δικές του σημειώσεις. Άρχισα να θεωρώ ότι τελικά τα πράγματα δεν ήταν άσπρο μαύρο αλλά μάλλον γκρίζο. Ειδικά κάτι σημειώσεις του γέρου με συγκλόνισαν, καθώς καταλάβαινα ότι δεν πέθανε. Μάλλον έσκασε από την στεναχώρια του. Κι αυτό πριν πέσει το τείχος. Όχι δεν δικαιώθηκε. Απλά κοίταξε πίσω. Και μάλλον φοβήθηκε…

Το «καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και το «χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε» τα διάβασα εκείνη την περίοδο. Και έπαθα σοκ. Πρώτον γιατί η περιγραφή των βασανιστηρίων του στις παιδικές της Κέρκυρας και η αποτυχημένη απόπειρα να το σκάσουν με έκαναν και έλιωσα στο κλάμα. Τα νεύρα μου δε, έγιναν κορδόνι. Τσαντίλα του υψίστου είδους… αλλά και μια γλυκύτητα στην περιγραφή. Ήθελα να απλώσω το χέρι και να τον βγάλω από το ζόρι. Το ‘νοιωθα στο πετσί μου. Όχι ότι εγώ θα άντεχα… όπως έλεγε και η γιαγιά «… άμα έρχονταν οι Γερμανοί θα κλάνατε πατάτες ψευτόμαγκες…». Κάτι θα ξέρει…

Αλλά το συγκλονιστικό και αυτό που μ’ έκανε αγνωστικιστή του κομμουνισμού (του αθεϊσμού είναι άλλη ιστορία), είναι οι απίστευτες ατάκες του σχετικά με την «θεότητα» του κόμματος. Ο Μίσσιος, Θεσσαλονικιός στην καταγωγή αλλά και στην νοοτροπία, απλός, ανόθευτος μάγκας, καρντασάκι, συναντά σε όλη τη διαδρομή τα χρόνια μετά το πόλεμο στις διάφορες φυλακές φίλους και γνωστούς από το μαχαλά και από τη Σαλονίκη. Με έπιανε πάντα μια στεναχώρια για τη ζωή όταν περιέγραφε στιγμές συνάντησης με φίλους του από τα παλιά. Ο Γράσσος και η συγκινητική ιστορία με την Αφροδίτη. Ο Παπαμαρσίπ. Ο Παυλάρας. Ο Βαγγέλης ο τρελός της Μακρονήσου στο τρελάδικο. Ο Ροντόλφο. Μια αφήγηση, που δεν είναι αφήγηση αλλά ένα συνονθύλευμα περιστατικών, αναμνήσεων, στιγμών αισθημάτων… μια μαγική εικόνα ζωής και θανάτου.

Δεν είμαι κριτικός δεν ξέρω να κρίνω βιβλία. Μόνο ένας απλός άνθρωπος που γράφω για βιβλία που με σημάδεψαν και άλλαξαν την ζωή μου και τις ιδέες μου. Η στιγμή που ο νεαρός Σαλονικιός κλαίει όλο πίκρα για το χαλασμένο από το χέρι του δεσμοφύλακα χαμομήλι που πέταξε το κρύο ντουβάρι της φυλακής είναι γεννημένη όχι από τη φαντασία ενός μεγάλου λογοτέχνη. Είναι πραγματικότητα, είναι η ίδια η ζωή. Είναι αυτό που έγινε μια φορά και τέρμα. Είναι ζωντανή περιγραφή, πόνος, δάκρυ, γέλιο. Δεν είναι βιογραφία. Είναι ντοκουμέντο. Γι’ αυτό και είναι τόσο αληθινό. Δεν είναι συγγραφέας ο Μίσσιος, όπως δεν ήταν συγγραφέας και ο Πρίμο Λέβι της Ανακωχής. Είναι η ίδια η ιστορία που σε φωνάζει να σκύψεις και να αφουγκραστείς. Όχι ηρωισμούς ούτε μεγάλες ιδέες αλλά τίμια αλήθεια. Απέναντι στην ιδέα της αριστεράς ο Μίσσιος αντιδρά εξίσου τίμια. Υπερασπίζεται όλους εκείνους που χάθηκαν άκαπνοι αλλά αγνοί για μια ιδέα για ένα όνειρο χωρίς να έχουν αγγίξει μια γυναίκα. Κι αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν αυτό το όνειρο για ίδιον όφελος. Αρχηγοί ακόμη και στους ηττημένους.

Η γκροτέσκο περιγραφή των στιγμών του κόμματος, το οποίο για κάποιους βρίσκεται στην Ανδρομέδα, γεννά θλίψη αλλά και γέλιο. Πως μπορεί να γελά κανείς σε ένα υπόγειο στην ασφάλεια συλλογιζόμενος τις μαλακίες του κόμματος; Ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά την «ειρήνευση» του 1974, απορεί κάποιος άκαπνος για την «ιστορική συγκυρία που δεν επετεύχθη». Αέρα μπανά… Απίστευτο γέλιο που σε λυτρώνει από την πίκρα της τυραννίας των στιγμών. Αλλά καταλαβαίνεις ότι σε μια τέτοια σύγκρουση, άνθρωπος με άνθρωπο, υπήρξαν πιο σημαντικά πράγματα που έπεσαν στο πεδίο της μάχης από τις ιδέες. Τα όνειρα. Η φιλία. Η μπέσα. Ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος ο οποίος βγαίνει μέσα από αυτή τη πάλη πιο όμορφος αλλά και πιο άγριος από ποτέ. Ισχυρός, αδύναμος, ίσιος, μπαμπέσης, τρελός, γενναίος. Με μια γενναιότητα που τρομάζει γιατί δεν είναι μια ιστορία φαντασίας. Είναι ζωή….

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2007

ΣΑΜΑΡΚΑΝΔΗ

Ο Αμίν Μααλούφ είναι ένας καθολικός Λιβανέζος συγγραφέας, ο οποίος ζει αρκετά χρόνια στην Γαλλία. Το πρώτο του βιβλίο που διάβασα σε ηλικία 19 ετών ήταν το «Οι Σταυροφορίες από την πλευρά των Αράβων» Εκδόσεις Λιβάνη. Αν σκεφτεί κανείς ότι για έναν Έλληνα που μόλις έχει τελειώσει το σχολείο τα όσα γνωρίζει για τις σταυροφορίες σχετίζονται με την Δ’ σταυροφορία και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, καθώς και ότι τίποτε σχετικό δεν γνώριζα σχετικά με αυτές από μη σχολικά βιβλία – ακόμη – αποτελεί θαύμα ή τύχη να βυθιστώ στον κόσμο του 11ου αιώνα όχι από την δυτικοευρωπαϊκή σκοπιά αλλά από την σκοπιά των «αλλοθρήσκων». Επρόκειτο για καταπληκτικό βιβλίο με παράθεση πηγών και λογοτεχνική περιγραφή των ιστορικών γεγονότων, το οποίο μου γέννησε τον θαυμασμό – ήμουν και 19 ετών – για την προσωπικότητα του Σαλαντίν. Μόλις πρόσφατα διάβασα την ιστορία της περιόδου αυτής από την δυτική πλευρά αφού οι εκδόσεις Γκοβόστη φρόντισαν να κυκλοφορήσουν το θαυμάσιο έργο του Ράνσιμαν «Η ιστορία των Σταυροφοριών». Μέχρι τότε προτιμούσα να καταφεύγω στην ξεκαρδιστική ιστορία του Τσιφόρου «οι Σταυροφορίες» καθώς και στο «Εμείς και οι Φράγκοι» βιβλία που κακώς δεν διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία αφού πέραν της ιστορικής τους ακρίβειας – φοιτητές της ιστορίας έχουν δώσει μεσαιωνική ιστορία με αυτά – αποτελούν το «τέλειο» βιβλίο για κάθε μαθητή. Λεπτομερές, ξεκαρδιστικό, ευχάριστο και κυρίως διδακτικό…
Ο συγγραφέας δεν έμεινε όμως μόνο σε αυτό, αν και το βιβλίο του αποτέλεσε την μοναδική στην Δύση ιστορική πηγή για την μουσουλμανική πλευρά. Στο επόμενο βιβλίο του προτίμησε να αφηγηθεί στο αναγνωστικό του κοινό την ιστορία ενός άγνωστου στους περισσότερους μαθηματικού, αστρολόγου, ποιητή, πότη… Την ιστορία της Σαμαρκάνδης, του Ομάρ Καγιάμ και του Χασάν Σεμπάχ…
Ο Ομάρ Καγιάμ αποτέλεσε ένα γνήσιο τέκνο της πεφωτισμένης αραβικής δεσποτείας των Ομεϊαδών, πλην όμως σε λάθος εποχή. Έζησε ακριβώς την περίοδο των πρώτων χρόνων που οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ, σφάζοντας τους πάντες… Στην Ανατολή ο χαλίφης της Βαγδάτης μέγας ηγεμών του αραβικού κόσμου και ψυχή της αληθινής πίστης των μουσουλμάνων, είχε χάσει από καιρό τα ηνία της εξουσίας από έναν καινούργιο λαό της στέπας, τους Σελτζούκους. Οι τελευταίοι, απόγονοι των δύο υιών του άγνωστου Σελτζούκ, του Τογρούλ Μπεκ και Τζιγκιντ Μπεκ, (το γεράκι και το κιρκινέζι) είχαν καταλάβει την Βαγδάτη και εκβιάζοντας τον χαλίφη έλαβαν την εξουσία. Δυστυχώς οι Άραβες είχαν πάψει από καιρό να αποτελούν την δυναμική κινητήρια μηχανή που μόλις 400 χρόνια πριν σάρωσαν τα πάντα στο πέρασμά τους και απλώθηκαν από τα Πυρηναία έως την Ινδοκίνα… Ο αραβικός κόσμος ήταν ήδη διαμοιρασμένος ανάμεσα στον σουνίτη χαλίφη της Βαγδάτης, «αληθινό» εκπρόσωπο του Προφήτη στη Γη και στον σιίτη χαλίφη του Καίρου επίσης «αληθινό» εκπρόσωπο του Προφήτη στη Γη. Και ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονταν τα βασίλεια των σταυροφόρων, ενώ η πάλαι ποτέ Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προσπαθούσε να επιβιώσει χωρίς την περιοχή της Μικράς Ασίας, την οποία έχασε στην μάχη του Ματζικερτ από την επεκτατική πολιτική αυτών των μικρών αλλά ικανότατων έφιππων σελτζούκων τοξοτών. Με την άφιξη των σταυροφόρων οι Ρωμαίοι ανακατέλαβαν την περιοχή καθώς και την πόλη της Αντιόχειας, πλην όμως τα πολιτικά εμπνευσμένα αλλά στρατιωτικά αδύνατα σχέδια του Μιχαήλ Κομνηνού καταβαραθρώθηκαν με την ήττα στο Μυριοκέφαλο. Μετά από αυτό τίποτε πια δεν ήταν το ίδιο…
Ο συγγραφέας λοιπόν αναζητά τα ίχνη του ήρωά του μέσα σε αυτήν την εποχή. Ο Ομάρ Καγιάμ παραμένει γνωστός στη Δύση για τα περίφημα «Ρουμπαγιάτ» του. Μικρά τετράστιχά τα οποία εξυμνούν το κρασί και τις γυναίκες. Απλά ποιηματάκια δηλαδή τα οποία εξυψώνουν την αγάπη του ποιητή για τα δύο πιο απαγορευμένα πράγματα στον μουσουλμανικό κόσμο: το κρασί και την ελεύθερη ερωτική ένωση. Και η ιστορία του βιβλίου είναι χωρισμένη στο τότε και στο σήμερα.
Στο τότε όπου ο Ομάρ Καγιάμ ζει μια πραγματικά ελεύθερη ζωή δίπλα σε Σουλτάνους και Βεζύριδες ασκώντας την αστρομαντική τέχνη, με την οποία ήταν συνυφασμένη τα χρόνια εκείνα η ζωή των μαθητών του Αβικέννα, μαθηματικού και φιλοσόφου, προσπαθώντας να κρύψει την απέχθειά του για τον φανατισμό και τις ίντριγκες του παλατιού και να αφοσιωθεί στα μαθηματικά και στην ποίηση, καταγράφοντας τα βέβηλα τετράστιχά του στο βιβλίο του, των Ρουμπαγιάτ.
Και στο σήμερα, όπου το σήμερα το τοποθετεί έξυπνα ο συγγραφέας στις αρχές του αιώνα, στην αναζήτηση του χειρόγραφου των Ρουμπαγιάτ και στην επανάσταση των ιρακινών στην Ταυρίδα της Κασπίας απέναντι στην ρωσοαγγλική ιμπεριαλιστική πολιτική.
Μια άγνωστη ιστορία για πολλούς. Μέσα στα παλάτια του Σουλτάνου της Βαγδάτης ο Καγιάμ αποκτά χάρη στην βοήθεια ενός ανθρώπου, του βεζίρη και πρωθυπουργού Ναζίμ αλ Μούλκ, ένα δικό του παράδεισο όπου ασκώντας την τέχνη των άστρων, απολαμβάνει παράλληλα την άγρα αγάπη μιας δαιμόνιας γυναίκας, μεθώντας μακριά από τα μάτια των φανατικών με το κρασί και τον έρωτα. Και ξυπνώντας νωρίς κάθε πρωί, αφού γευτεί τον έρωτα της Γυναίκας και αφού ρουφήξει ένα δάχτυλο κρασί, ξεκινά περπατώντας μέσα από ένα κήπο από ροδώνες για το προσωπικό του αστεροσκοπείο, όπου μελετά τα άστρα, την τύχη και γράφει κρυφά απ’ όλους τα βέβηλα τετράστιχά του στο βιβλίο του. Ένα βιβλίο που θα καταφέρει να σωθεί τυχαία μέσα στους αιώνες κρυμμένο καλά σε ένα απρόσμενο μέρος… στο κάστρο του Αλαμούτ.
Είναι μια ιστορία που μπλέκει μέσα δεκάδες ιστορικά πρόσωπα αλλά κάνει δευτεραγωνιστή της τον περίφημο Χασάν Σεμπάχ, το γέρο του Βουνού. Έναν άνθρωπο που από την απεριόριστη εκτίμηση προς τον Ομάρ φτάνει – εξ αιτίας του (;) – στην άλλη άκρη, οδηγώντας τον εαυτό του στο δρόμο του ασκητή ιεροκήρυκα που θα οργανώσει το περίφημο Τάγμα των Δολοφόνων. Η περιγραφή της ζωής των δύο ηρώων είναι η περιγραφή της αέναης πάλης ανάμεσα στην ζωή και στον θάνατο, ανάμεσα στην αγάπη που γεννά ο έρωτας και στο θάνατο που γεννά η τύφλωση. Κανένας τους δεν κατάλαβε ποτέ τον άλλο. Οι δυο τους συναντηθήκαν ένα βράδυ σε ένα ταπεινό χάνι και αυτή τους η συνάντηση επαναλήφθηκε αρκετές φορές σε άλλες όμως εποχές και υπό άλλες καταστάσεις. Ο αιρετικός ποιητής και ο αυστηρός ασκητής, δυο εικόνες που τελικά μπλέχτηκαν η μια στην άλλη. Στο τέλος δεν νίκησε κανείς… αλλά δεν πολέμησαν ποτέ…
Μέσα στην εποχή τους δυο εν γένει διαφορετικές προσωπικότητες, δυο άνθρωποι με διαφορετικές ιδέες και αντιλήψεις…
Το Τάγμα των Δολοφόνων…
Τα Ρουμπαγιάτ…