Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ ΙΙ ΤΟ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΟ

Το βιβλίο ξεκινάει με μια πραγματικά μεγαλειώδη σκηνή. Πρόκειται για την θεαματική – ακόμη και για την εποχή της – εκτέλεση του επίδοξου βασιλοκτόνου Damiens, ο οποίος το 1757 απέτυχε στην προσπάθειά του να αφαιρέσει τη ζωή του Λουδοβίκου ΙΕ’. Η περιγραφή του όλου βασανιστηρίου αναφέρεται λεπτομερώς στην ίδια την απόφαση καταδίκης του Damiens «….να ομολογήσει δημόσια τα σφάλματά του μπροστά στην κύρια πύλη της Εκκλησίας των Παρισίων…να οδηγηθεί με ένα κάρο, γυμνός, μονάχα μ’ ένα πουκάμισο…σ’ ένα ικρίωμα να βασανιστεί με πυρακτωμένες λαβίδες στους μαστούς, στα χέρια, στους μηρούς, στις κνήμες κρατώντας στο δεξί του χέρι το μαχαίρι με το οποίο είχε εκτελέσει την εν λόγω πατροκτονία, το χέρι αυτό να καεί με αναμμένο θειάφι, και πάνω στις πληγές από τις λαβίδες να χυθεί λιωμένο μολύβι, βραστό λάδι, καυτό ρετσίνι, κερί και θειάφι λιωμένα και ανακατεμένα, και ύστερα το σώμα του να εξαρθρωθεί και να διαμελιστεί από τέσσερα άλογα, τα μέλη του καθώς και το κορμί του να γίνουν παρανάλωμα του πυρός, να αποτεφρωθούν και η στάχτη να σκορπιστεί στον αέρα.». Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, μετά από τρεις βασιλείες, μια μακροχρόνια και αιματηρή επανάσταση και μια Αυτοκρατορία, στην διάρκεια της αστικής βασιλείας του Λουδοβίκου Φίλιππου, ένας άλλος επίδοξος βασιλοκτόνος ο Fieschi, το Νοέμβριο του 1836 καταδικάζεται «….να οδηγηθεί στον τόπο της εκτέλεσης με ένα πουκάμισο, ξυπόλητος και το κεφάλι σκεπασμένο μ’ ένα μαύρο πέπλο…..». Την ίδια εποχή, όπως φαίνεται από τον Κανονισμό που συντάχτηκε από τον Leon Faucher, για τον Οίκο των Νεαρών Κρατουμένων, στο Παρίσι, ένας βαθμός υψηλής εφευρετικότητας, που δεν είχε ουσιαστικά τίποτε να ζηλέψει από το τελετουργικό της θανατικής καταδίκης του Damiens, εφαρμόζονταν καθημερινά στα πλαίσια ενός σχολαστικού προγράμματος που ρύθμιζε την ζωή των κρατουμένων. Μια σχολαστική και τυπολατρική ρύθμιση των πάντων στην καθημερινή πρακτική των κρατουμένων στις φυλακές του Παρισιού είχε αντικαταστήσει το φρικιαστικό όσο και μεγαλειώδες, στα μάτια των απλών υπηκόων του βασιλιά, τελετουργικό της θανατικής καταδίκης με βασανιστήρια.
Στόχος του Foucault, είναι να περιγράψει αυτές τις διαφορετικές τεχνοτροπίες κολασμού, αυτές τις αντίθετες στην θέαση και στο σκοπό τελετουργίες απέναντι στον κατάδικο. Η καθοριστική αλλαγή σηματοδοτήθηκε από την εξαφάνιση των σωματικών βασανιστηρίων. Μέσα σε ένα χρονικό διάστημα που μπορεί να προσδιοριστεί από την χρονιά δημοσίευσης του Dei delitti e delle pene [Περί εγκλημάτων και ποινών] του Cesare Beccaria το 1765, έως την 22α Ιανουαρίου 1840, ημερομηνία όπου έγιναν τα εγκαίνια του Mettray, όπου όπως αναφέρει επί λέξει και ο Foucault «…είναι η πειθαρχική μορφή στην πιο έντονη κατάστασή της, το πρότυπο που συγκεντρώνει όλες τις καταναγκαστικές τεχνολογίες της συμπεριφοράς, υπάρχει εδώ κάτι από το μοναστήρι, από τη φυλακή, από το κολέγιο από τον στρατό……a», το δημόσιο βασανιστήριο, αυτή η «ένδοξη» παρουσία της εξουσίας του μονάρχη απέναντι στον κατάδικο, δίνει τη θέση της στους πύργους των μεγάλων φυλακών, εμφανές στοιχείο του αστικού τοπίου σε ολόκληρη την Κεντροδυτική Ευρώπη. Η «εγκάθειρκτη» κοινωνία έχει γεννηθεί!
Η πρώτη ποινική περίοδος όπως θέλει να την αποκαλεί ο Foucault είναι η περίοδος του δημοσίου βασανισμού. Αυτή η «ποσοτική τέχνη της οδύνης» είναι το κυριότερο στοιχείο της κολαστικής εξουσίας του μονάρχη. Ο νόμος του τελευταίου είναι αυτός που παραβιάζεται κάθε φορά από τον κατάδικο και ισοδυναμούσε με άμεση επίθεση στην ίδια την εξουσία του μονάρχη, στο ίδιο το πρόσωπό του. Ως αποτέλεσμα της επίθεσης αυτής, ακολουθεί η παράδοση του σώματος του καταδίκου στην ολοκληρωτική και ισοπεδωτική τιμωρία από την βασιλική εξουσία, μέσω των οργάνων της.
Πρώτα πρέπει να εγγραφεί το βασανισμένο σώμα στο δικαστικό τελετουργικό, το οποίο, έχοντας υιοθετήσει ένα φορμαλιστικό σύστημα στην εκτίμηση των αποδείξεων, αναζητεί την «αλήθεια» μέσω της παραδοχής της ενοχής από τον ίδιο τον κρατούμενο. Ο Foucault στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου «Η λαμπρότητα των βασανιστηρίων» παραθέτει την όλη αυτή «ιεροεξεταστική» συλλογιστική της απόδειξης (ενδείξεις, ημι-αποδείξεις, πλήρεις αποδείξεις) ως ένα αυστηρά καθοριζόμενο σύνολο αποδεικτικών κανόνων κλιμακούμενο προς την υποχρέωση ανάδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου. Η όλη ανακριτική διαδικασία διεξαγόταν χωρίς την γνώση από μέρους του κατηγορουμένου της κατηγορίας και χωρίς ο τελευταίος να γνωρίζει τίποτα από όσα του καταμαρτυρούσαν (επιβαρυντικά στοιχεία, καταθέσεις, αποδείξεις). Αυτή η μυστική και γραπτή διαδικασία, που παρέμενε μυστική ως το τέλος – ο κατάδικος πληροφορούνταν μόνο την καταδίκη ή την αθώωσή του – θεωρούνταν δικονομικό προνόμιο των δικαστών, και ήταν συγχρόνως μια προσπάθεια αποτροπής τυχόν βιαιοτήτων από μέρος του λαού. Δικαίωμα του βασιλιά και, κατ’ επέκταση, των εκπροσώπων του, ήταν να αποδίδουν δικαιοσύνη στο όνομα της απόλυτης εξουσίας του πρώτου και της δικαιϊκής αυθεντίας των τελευταίων. Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η καταδίκη δεν στηρίζονταν πια σε εξωτερικά σημεία (θεοδικία, θεοκρισία, όπως στην περίοδο έως και την αναγέννηση), αλλά στην προσπάθεια απόσπασης της ομολογίας του κατηγορούμενου με μια σχολαστική αύξηση της σωματικής βίας σε τέσσερα στάδια (τροχός, κοχλίας, κλίμακα κλπ.) Και πάλι όμως, η απόσπαση της ομολογίας από τον κατηγορούμενο με βασανιστήρια, έφερνε τον δικαστή σε κίνδυνο. Η τυχόν «αντοχή» του κατηγορουμένου σε αυτά, έβαζε σε κίνδυνο τις έως τότε συγκεντρωμένες αποδείξεις. Αν άντεχε και δεν ομολογούσε, ο δικαστής ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την κατηγορία. Γι’ αυτό και επιβάλλονταν τα βασανιστήρια με την επιφύλαξη των αποδείξεων. Αν άντεχε, δεν αθωωνόταν βέβαια, γλίτωνε όμως την θανατική καταδίκη.
Με την επιβολή του βασανιστηρίου καταδεικνύεται όχι τόσο η διασάλευση της τάξης από το έγκλημα όσο «…η δυσσυμμετρία μεταξύ της εξουσίας του μονάρχη και του δράστη που τόλμησε να της αντιταχθεί…»a. Το έγκλημα πλήττει τον ανώτατο άρχοντα. Ο δημόσιος χαρακτήρας του βασανιστηρίου αποσκοπεί σε αυτό ακριβώς, την προβολή στον υπήκοο λαό της σύνθλιψης του σώματος του καταδίκου κάτω από το βάρος της εξουσίας αυτής, καθιστώντας την όλη διαδικασία, μια εκδήλωση δύναμης. Το σώμα του καταδίκου αντιπαραβάλλεται με το διπλό σώμα του βασιλιά. Από τη μια το φυσικό, φθαρτό και βιολογικό σώμα. Από την άλλη το λεγόμενο «…aevum: το ιερό, μυστικιστικό, αιώνιο σώμα, μια αθάνατη αιωνιότητα μέσω της οποίας η αξιοπρέπεια της βασιλικής ιδιότητας επιβίωνε κάθε ανθρώπινης αδυναμίας της οποίας μπορεί να έπεφτε θύμα ο μονάρχης…a» Αυτό το «aevum» προσβάλλονταν από τον κατάδικο και την πράξη του. Η παραβίαση αυτού του «βασιλικού σώματος» ήταν η αιτία της καταδίκης και συντριβής του αντιστοίχου φθαρτού σώματος του καταδίκου.
Στις τελετές των βασανιστηρίων κύρια πρόσωπα είναι ο κατάδικος, ο δήμιος και φυσικά ο λαός. Ο παραδειγματισμός που επιδιώκεται με την δημόσια εκτέλεση, διαπλέκεται με την θέληση του λαού να παρακολουθήσει αυτές τις εκτελέσεις, εν μέρει για μια επιβεβαίωση της απονομής της δικαιοσύνης, αλλά, από μια άλλη σκοπιά, και σαν συμμέτοχος της συντριπτικής εξουσίας του μονάρχη. Παραπέρα, αντιγράφοντας μια υποσημείωση από το βιβλίο Επιτήρηση και Τιμωρία όπου αναφέρεται ότι: «όταν αντικαταστάθηκε το ικρίωμα από την λαιμητόμο τα Παρισινά Χρονικά αναφέρουν πως ο λαός διαμαρτύρονταν γιατί δεν έβλεπε τίποτα, τραγουδώντας: «Δώστε μας πίσω τις αγχόνες μας b», καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως αυτό που σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα απάνθρωπο όσο και προσβλητικό για το πολιτισμό μας θέαμα (π.χ. η πρόσφατη παρουσία στο internet των αποκεφαλισμών στο Ιράκ και το σάλος που προκάλεσε η προβολή τους από την τηλεόραση!!!), για εκείνη την εποχή ήταν ένα σύνηθες θέαμα των απλών ανθρώπων, οι οποίοι είχαν, σχεδόν, εξοικειωθεί με την θέαση τέτοιων φρικαλεοτήτων. Για τον απλό υπήκοο της απολυταρχίας των Βουρβόνων το βασανιστήριο και ο απαγχονισμός των καταδίκων έπαιρνε μια μορφή υποταγής στην μεθοδολογία της εξουσίας αλλά, όχι σπάνια, ξεσήκωνε και τις συνειδήσεις απέναντι στον άδικο χαρακτήρα της απόφασης. Αυτή η «συμμετοχή» του πλήθους, σαν τους θεατές αρχαίας τραγωδίας, που εξέφραζε συμπάθεια προς τον κατάδικο, μίσος απέναντι στον δήμιο (που η σκληρότητα του απέναντι στο κατάδικο έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του!), αλλά πάνω απ’ όλα αισθανόταν μια κοινή μοίρα να το συνδέει, έστω και ασυνείδητα, μεταμόρφωνε την εκτέλεση σε μια παγανιστική ιεροτελεστία, όπου οι κανόνες αντιστρέφονται, η εξουσία γελοιοποιείται και οι εγκληματίες μεταμορφώνονται σε ήρωες. Φυλλάδια που κυκλοφορούσαν μετά την εκτέλεση περιέγραφαν την ζωή του εκτελεσθέντος με τα πιο μελανά χρώματα προσπαθώντας να προπαγανδίσουν και να διαπαιδαγωγήσουν ηθικά τις μάζες. Πράγμα που δεν πετύχαιναν διόλου λόγω της «ηρωικής» ανάμνησης που αυτά αναζωπύρωναν στον απλό λαό, ο οποίος έδειχνε ένα ενδιαφέρον τόσο από περιέργεια όσο και από κάποιου είδους «πολιτική» ιδεολογία.
Εν κατακλείδι, όπως ισχυρίζεται ο Foucault, η λογική της βασανιστικής μεθοδολογίας τόσο στις εκτελέσεις όσο και στις πιο μικρές τιμωρίες (κλοιός, μαστίγωμα, κολάρο, στιγματισμός) κατευθύνονταν απάνω στα σώματα των καταδίκων, τα μοναδικά «σημεία» επιβολής της απολυταρχικής εξουσίας πριν την κλασική εποχή. Η εποχή που εγκαινιάζει ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση του 1789 έρχεται να στρέψει το ενδιαφέρον της ποινικής καταστολής από το σώμα του εγκληματία και την πράξη, στην ψυχή και στην προσωπικότητά του. Αλλά πώς;



a Μισέλ Φουκώ Επιτήρηση και Τιμωρία Η γέννηση της Φυλακής, εκδόσεις Ράππα 1989-σελ.391
a Νέστωρ Κουράκης, Ποινική Καταστολή, εκδόσεις Α.Ν.Σάκκουλα 1997 σελ. 92
a J.G.Merquior, FOUCAULT, εκδόσεις Παττάκη 2002. Με βάση τη θεωρία των δύο σωμάτων ο Κάρο-λος Α’ της Αγγλίας δικάστηκε και καταδικάστηκε σε καρατόμηση από το Αγγλικό Κοινοβούλιο, «εν ονόματι του βασιλέως»!
b Μισέλ Φουκώ Επιτήρηση και Τιμωρία Η γέννηση της Φυλακής, εκδόσεις Ράππα 1989-σελ.78 (σημ.46)