Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ V - Η ΦΥΛΑΚΗ

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του ο Foucault πραγματεύεται την γέννηση της Φυλακής με την μορφή που έχει έως και σήμερα, βασιζόμενος στα στοιχεία που έχει παρουσιάσει στα προηγούμενα κεφάλαια. Την κατάργηση των βασανιστηρίων, την αλλαγή στην φιλοσοφία της ποινής μέσα από το πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού, την διάκριση των οικονομικών και πολιτικών μεγεθών της νεόκοπης αστικής τάξης και του απλού λαού, την εφαρμογή των νέων ποινικών και σωφρονιστικών θεωρημάτων στα πλαίσια της τιμωρητικής πολιτικής του κοινωνικού συνόλου έναντι των εγκληματιών, την αναγέννηση, μέσω κανονιστικών συστημάτων, των πειθαρχικών μηχανισμών και την αξιοποίηση παλαιών για νέους σκοπούς, την συμπόρευση των εξουσιαστικών μηχανισμών με τις γνωστικές επιστήμες και την πρόσδεση των τελευταίων στο άρμα της πειθαρχικής πολιτικής με κέρδος την εξέλιξη και διαμόρφωση των βασικών θεμελιακών τους δομών, την επικράτηση τέλος των εν γένει πειθαρχικών δομών μέσα στο ίδιο το κοινωνικό σύνολο, σε μια προσπάθεια επιτήρησης αυτού και αναδιάταξης των ρόλων που έχουν οι θεσμοί μέσα σ’ αυτό. Η κατάληψη των νομικών και δικαστικών θεσμών από τους πειθαρχικούς μηχανισμούς και η εξουσία του κολασμού που αναγνωρίζεται ως γενικό δικαίωμα στην κοινωνία μέσω των ποινικών νόμων, αυτές είναι οι γενεσιουργές συνθήκες της Φυλακής.
Και εδώ ο συγγραφέας θέτει το κρίσιμο ερώτημα. Μας καλεί να σταθούμε απέναντι στην επικράτηση της Φυλακής, ως ποινή στερητική της ελευθερίας και να αναρωτηθούμε μετά από όλο αυτό το «ταξίδι» μέσα στην ιστορία των θεσμών και των μηχανισμών εξουσίας, πώς αφού είναι γνωστά και επισημασμένα τα μειονεκτήματά της, εντούτοις παραμένει αναντικατάστατη; Μήπως θα ήταν πιο σωστό να αναστρέψει κανείς το ερώτημα και να αναλογιστεί σε ποιο ακριβώς διακύβευμα έχει επιτύχει η Φυλακή;
Η Φυλακή στερεί από τον κατάδικο, σαν αντάλλαγμα απέναντι στην κοινωνία, το «Χρόνο» της ποινής του. Αυτή η λογική σε συνδυασμό με το «ανθρωπιστικό» σύστημα αναμόρφωσης των καταδικασμένων ψυχών, που διατείνεται ότι επιδιώκει, αυτό «… το διπλό έρεισμα – νομικό – οικονομικό από τη μια μεριά και τεχνικό – πειθαρχικό από την άλλη, εμφανίζει την Φυλακή ως την πιο πολιτισμένη και πιο άμεση από όλες τις ποινές.a» Και συνεχίζει τονίζοντας την μεταρρυθμιστική προσπάθεια που άρχισε για την Φυλακή από την στιγμή ακριβώς της γέννησής της. Είναι πράγματι αξιοσημείωτο πως οι συζητήσεις, θέσεις και ενέργειες των μεταρρυθμιστών για την βελτίωσή της εμφανίζονται την ίδια ακριβώς στιγμή με την επικράτησή της στην ποινική δικαιοσύνη στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Η μέχρι τότε πορεία της δεν είχε καμία σχέση με την νέα της λειτουργία, ούτε έδειχνε την εντελώς διαφορετική δομή που θα παρουσίαζε στον 19ο και 20ο αιώνα. Τα διάφορα σωφρονιστικά συστήματα που εμφανίστηκαν τότε αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Τόσο το πενσυλβανικό ή απομονωτικό σύστημα με κεντρική ιδέα την απομόνωση του καταδίκου και την εσωτερική του συντριβή και μεταμέλεια μέσω της θρησκείας, όσο και το Ωβούρνειο ή μεικτό με θεμελιούσα αρχή την σιωπή και την εργασία, καθώς και το προοδευτικό σύστημα, ένας πιο χαλαρός συνδυασμός των προαναφερομένων, με κίνητρο την βελτίωση της συμπεριφοράς του κρατουμένου, καταδεικνύουν την προσπάθεια ανεύρεσης ενός όσο το δυνατόν πιο ανθρωπιστικού μεν, αλλά και συνάμα αποτελεσματικού συστήματος αναμόρφωσης των καταδίκων. Οι προσπάθειες των Maconochie, Crofton και Brockway για βελτίωση των συνθηκών κράτησης, ελαστικής πειθαρχίας και χρησιμοποίησης της αοριστίας της ποινής για την επίτευξη ουσιαστικότερων αποτελεσμάτων στην μεταμόρφωση των κρατουμένων, αποδεικνύουν την διάθεση των μεταρρυθμιστών να διορθώσουν τα «κακώς κείμενα» των φυλακών, ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων που συνήθως ήταν πενιχρά, προσωρινά και μεμονωμένα.
Και ο ίδιος ο Foucault περιγράφει τις έρευνες και τις προσπάθειες τους τόσο στην Ευρώπη και στην Αμερική όσο και στην μακρινή Αυστραλία, η αχανής έκταση της οποίας θεωρήθηκε ιδανικός τόπος εκτόπισης και φυλάκισης καταδίκων της τότε νεοσύστατης Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Μια θεσμική και πρακτική συζήτηση γύρω από την σωφρονιστική πολιτική άρχισε να ακμάζει από το 19ο αιώνα. Η ποινική εργασία, που όλα σχεδόν τα συστήματα αποδέχονταν ως απαραίτητη προϋπόθεση της ατομικής μεταμόρφωσης του καταδίκου, κινητήρια δύναμη και μέτρο της αναδιάρθρωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς (κατά τα κελεύσματα της Προτεσταντικής Ηθικής περί καταπολέμησης της οκνηρίας), η διάρκεια της ποινής ως κίνητρο του καταδίκου και ανταμοιβή του για την βελτίωση της διαγωγής του, ως χρόνου – σκοπού, οδήγησε την ίδια την έκτιση της ποινής σε μια μορφολογία με διαιρετά τμήματα δοκιμασίας, τιμωρίας και ανταμοιβής, σε διαιρετές φάσεις : περίοδος εκφοβισμού, περίοδος εργασίας, περίοδος ηθικής διδασκαλίας και περίοδος από κοινού εργασίας. Αυτή η πολιτική σωφρονισμού οδηγεί στην απεξάρτηση της έννοιας της τιμωρίας από την ποινή που επιβάλλει το Δικαστήριο στον ένοχο. Μια νέα ποινική πρακτική, όπου η Φυλακή εμφανίζεται απέναντι στο Νόμο και τους εκπροσώπους του – δικαστές να διεκδικεί όχι μόνο μια αυτονομημένη εξουσία ελέγχου των κρατουμένων αλλά και ένα μέρος της κολαστικής εξουσίας. Η Φυλακή αποκτάει δική της «κρίση» όσον αφορά τον κατάδικο, «κρίση» παράλληλα με αυτή του δικαστή, «κρίση» την οποία εφαρμόζει στην προσπάθειά της να τον «ομαλοποιήσει».
Στην προσπάθεια να μεταβάλει η Φυλακή τον κατάδικο και να τον «επαναπρογραμματίσει», εκτός των άλλων μεθόδων επιτήρησης, επιβράβευσης, και πειθαρχίας που την καθιστούν σταδιακά έναν αυτόνομο θεσμό μέσα στην ποινική πρακτική, ακολουθεί και μια λογική συνεχούς αποκομιδής γνώσης από τον κατάδικο, γνώσης που θα της επιτρέψουν να μεταβάλει τα ποινικά μέτρα σε σωφρονιστική επιχείρησηa. Από την δικαστική απόφαση που δεν αξιώνει μια τέτοια γνώση για τον καταδικασμένο, περνάμε στην Φυλακή και την πειθαρχική της τεχνολογία που επιδιώκει να αποκτήσει γι’ αυτόν μια όσο το δυνατόν πιο εμπεριστατωμένη πληροφόρηση. Και εδώ ο Foucault περιγράφει μια νέα μορφή καταδίκου στα ποινικά χρονικά, ένα πρωτότυπο είδος, δημιούργημα της γνώσης των παραμέτρων της ζωής του, της σχέσης του με την κολάσιμη πράξη, το κοινωνικό σύνολο, την προσωπικότητά του την ίδια. Αυτή η νέα ενδιαφέρουσα, επιστημονικά και ποινικά, μορφή καταδίκου είναι ο εγκληματίας.
«HOMO CRIMINALIS» Μια κατασκευή της ίδιας της Φυλακής, που κατά την άποψη του Foucault, και όχι άδικα, δημιουργείται από την ίδια τη Φυλακή και επιστρέφει πάντα εκεί. Ένα δημιούργημα της πειθαρχικής της εξουσίας και των επιστημονικών γνώσεων. « Με την δημιουργία του homo criminalis, η ποινική διαδικασία από την προκαταρκτική της έρευνα και ανάκριση μέχρι την επιβολή της ποινής διαπερνιέται από τα μέσα και τις μεθόδους της πειθαρχικής εξουσίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε ξεφεύγει πλέον από τα όρια της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης και ασχολείται με την διάγνωση του φυσιολογικού του κατηγορουμένου και την παροχή αναγκαστικής θεραπείας b». Η Φυλακή παίρνει από το Δικαστήριο έναν κατάδικο, έναν παραβάτη της κοινωνίας του Συμβολαίου, έναν «παραστρατημένο» άτομο και μέσα από την μελέτη των ψυχολογικών του παραστάσεων, τις ιδιαιτερότητες της προσωπικής του ζωής, των κοινωνικών και προσωπικών του σχέσεων, των εν γένει αιτίων της παράβασής του, τον καθιστά ένα αντικείμενο παρατήρησης, καταγραφής, κατανομής, προσδιορισμού και εν τέλει ένα αντικείμενο θεραπείας. Πάνω σε αυτή τη λογική δίνεται από την Ιταλική Θετική Σχολή μια στροφή στην πραγματιστική και δυναμική θεώρηση των «δεδομένων», όπου ο εγκληματίας «αναζητείται» και μελετάται με ανθρωπολογικά δεδομένα (με βάση εκείνη την εποχή – μέσα του 19ου - και την άνθηση των ανθρωπολογικών επιστημών και της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου), με ψυχολογικά, ηθικά ή αισθητικά κριτήρια, στατιστικές, σταθμίσεις, πειράματα και σωματικές διαφοροποιήσεις.
Πλέον, υποστηρίζει ο Foucault, σημασία δεν έχει η πράξη αυτή καθεαυτή, αλλά ο εγκληματίας σαν προσωπικότητα και σαν ψυχή. Κατασκευάζονται νομικά μέτρα για ελαφρυντικές περιπτώσεις εγκληματιών και πρωτοεμφανίζονται αυτόν τον αιώνα (μέσα 19ου αρχές 20ου) τα μέτρα ασφαλείας, σε μια προσπάθεια να διαχωριστούν οι εγκληματίες με βάση ένστικτα, αδυναμίες, προσαρμοστικότητα ή όχι, κοινωνικές, οικογενειακές, φιλικές, επαγγελματικές επιδράσεις και συνέπειες αυτών, κληρονομικές τάσεις, μαθησιακές δυσκολίες, πνευματικές ιδιοφυΐες και σύνδρομα στέρησης, σεξουαλικές ιδιοτροπίες και ιδιαιτερότητες. Μια τεράστια γκάμα ψυχολογικών και κοινωνιολογικών δεδομένων περικλείουν τον εγκληματία και τον εντάσσουν σε κατηγορίες και μορφές με σκοπό την κατασταλτική «ομαλοποίησή» του.
Μέσα σε αυτό το σύστημα της ανακύκλωσης των δεδομένων που σε κάθε ξεχωριστή εγκληματική πράξη επιβεβαιώνονται στην προσωπικότητα του ενόχου, ο δικαστής όχι μόνο αρνείται να αντιληφθεί την εγκατάλειψη από μέρους του της μοναδικότητάς του, ως κριτή και εφαρμοστή του Δικαίου απέναντι στον κατηγορούμενο, αλλά αποδέχεται πλήρως τα συμπεράσματα αυτά, καθιστώντας τα απαραίτητο συνοδοιπόρο του στην προσπάθεια αναζήτησης της «αλήθειας». Μιας αλήθειας που προέρχεται πλέον από μια δικαιοσύνη διαποτισμένη από πειθαρχία και εξεταστικές διαδικασίες. «…Η Φυλακή, κατασκευάζοντας την εγκληματικότητα, προσέφερε στην Δικαιοσύνη ένα ενιαίο πεδίο από αντικείμενα, επικυρωμένο από τις «επιστήμες» και με αυτό τον τρόπο της επέτρεψε να λειτουργεί σε μια γενικότερη σφαίρα «αλήθειας» a.
Ο παραλληλισμός μεταξύ των μεσαιωνικών βασανιστηρίων που αντικαταστάθηκαν από την τιμωρητική πρακτική και μεταξύ της αλυσίδας των καταδικασμένων που ως και την Ιουλιανή Μοναρχία επιδεικνύονταν στον λαό, σαν περιοδεύων θίασος, αναβιώνοντας την «θεατρική παράσταση» των βασανιστηρίων, που αντικαταστάθηκε από την πανοπτική άμαξα, χαρακτηρίζει κατά τον Foucault την διαδικασία που συντελέστηκε στην ποινική δικαιοσύνη μέσα στα χρόνια από το έτος δημοσίευσης του Dei delitti e delle pene [Περί εγκλημάτων και ποινών] του Cesare Beccaria το 1765, έως την 22α Ιανουαρίου 1840, ημερομηνία όπου έγιναν τα εγκαίνια του Mettray, όπου όπως αναφέρει επί λέξει και ο Foucault «…είναι η πειθαρχική μορφή στην πιο έντονη κατάστασή της, το πρότυπο που συγκεντρώνει όλες τις καταναγκαστικές τεχνολογίες της συμπεριφοράς, υπάρχει εδώ κάτι από το μοναστήρι, από τη φυλακή, από το κολέγιο από τον στρατό……b», κατά την οποία διαδικασία τη θέση των βασανιστηρίων πήρε μια μορφή μαζικού εγκλεισμού των καταδίκων, με βάση πειθαρχικές πρακτικές και μηχανισμούς που εμφανίστηκαν και τελειοποιήθηκαν σε αυτά τα χρόνια. Και το ερώτημα της αποτυχίας της Φυλακής επανέρχεται για να μας απασχολήσει ακόμη και σήμερα όπως ακριβώς και τότε που δημιουργήθηκε. Και τότε λοιπόν τίθεντο τα ίδια ερωτήματα και εξάγονταν τα ίδια συμπεράσματα. Η Φυλακή δεν μείωσε το μέγεθος της εγκληματικότητας, παρ’ όλες τις αναμορφωτικές και θεραπευτικές προσπάθειες. Από την άλλη μεριά προκάλεσε μια υποτροπή των καταδικασμένων, σε σημείο να εξέρχονται των φυλακών και με μαθηματική ακρίβεια να επιστρέφουν σε αυτές και μάλιστα με κατηγορίες για βαρύτερα αδικήματα. Συγχρόνως, με τις πειθαρχικές μεθόδους που χρησιμοποιεί, την απάνθρωπη διαβίωση που παρέχει, την απομόνωση, την καταναγκαστική βία που επιβάλλει απέναντι σε κάθε μικρό ή μεγάλο παράπτωμα, την γενική διαφθορά και ανικανότητα των ανθρωποφυλάκων, η Φυλακή καταδικάζει τους εγκλείστους σε μια μονόδρομη πορεία, χωρίς επιστροφή, δημιουργώντας η ίδια αυτό που της έχει ανατεθεί να αναμορφώσει. Εγκληματίες. Η ίδια διαμορφώνει και συντηρεί μια πρωτότυπη κοινωνική ομάδα, των εγκληματιών, που η από κοινού διαβίωσή τους μέσα στα στενά κελιά της τους δημιουργεί αισθήματα αλληλεγγύης, μορφές ιεραρχικής οργάνωσης, αναλόγως και της βαρύτητας των εγκλημάτων, δυνατότητες συνεργασίας και μελλοντικής συνενοχής με απώτερο σκοπό την κοινή πρακτική και επιτυχία. Επιτηρώντας τους η εξουσία στην συνέχεια της απόλυσής τους από την Φυλακή, αστυνομεύοντας και ελέγχοντας την καθημερινότητά τους από την πρώτη στιγμή, απαγορεύοντάς τους έτσι την δυνατότητα επανένταξης τόσο κοινωνικά όσο και εργασιακά, τους οδηγεί πάλι εκεί από όπου έφυγαν. Η πλήρη αποκοπή τους από το οικογενειακό τους περιβάλλον και η αποστέρηση της οικογένειάς τους από ένα ζωτικό παράγοντα διαβίωσής της, ειδικά αν ο καταδικασμένος είναι πατέρας ή και γιος, τις αναγκάζει να καταφύγουν σε «εύκολες» λύσεις βιοπορισμού, ακόμα και στην ίδια την παρανομία, δηλαδή εμμέσως παράγει νέα μέλη, νέους εγκληματίες.
Η κριτική της Φυλακής για όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της συνεχίζεται από τότε που δημιουργήθηκε έως και τις μέρες μας. Η μη αποτελεσματικότητά της στα πλαίσια του σωφρονισμού, και η αδυναμία της να επιβάλλει πιο αυστηρή τιμωρητική απέναντι στο συνεχώς εναλλασσόμενο και ανατροφοδοτούμενο εγκληματικό ρεύμα οδήγησαν πολλούς θεωρητικούς της σωφρονιστικής θεωρίας να την επικρίνουν, με αφετηρία όμως πάντα αυτό το τελευταίο ως δεδομένο, και αφήνοντας την ίδια την ιδεολογία της Φυλακής στο απυρόβλητο. Οι αρχές της «σωστής σωφρονιστικής πολιτικής» έχουν διεθνή ταυτότητα και παραμένουν αναλλοίωτες τα τελευταία 150 χρόνια. Ο Foucault, ασκώντας έντονη κριτική στις θεωρίες αυτές που όπως λέει ευαγγελίζονται την αλλαγή του ποινικού συστήματος χωρίς να λαβαίνουν υπ’ όψη τους «το σύστημα σκέψης πάνω στο οποίο βασίζονται όλοι αυτοί οι μηχανισμοί εδώ και ενάμισι αιώνα» θα τις αποκαλέσει σκωπτικά «εγκληματολογικές πολυλογίες»a. Μπορεί να ανασκευάζει τον όρο αργότερα, παραμένει ωστόσο συνεπής στο όλο σκεπτικό του, του άτοπου των ερωτημάτων και αναλύσεων των θεωρητικών όσον αφορά την Φυλακή καθώς και το ατέρμονο των αλλαγών στην επικρατούσα σωφρονιστική πολιτική, τη στιγμή που απ’ όλους ξεφεύγει συστηματικά το όλο διακύβευμα, που είναι κατά τον ίδιο, και το οποίο αποκαλύπτει μέσα από την «Επιτήρηση και Τιμωρία», το κυρίαρχο σύστημα σκέψης της εξουσίας – ομαλοποίησης και της συγκρότησης γνώσης μέσω αυτής της διαδικασίας. Ένα σύστημα σκέψης που ασκεί εξουσία, επιβάλλει πειθαρχία, παράγει γνώση, σταθεροποιεί και αναπαραγάγει το έγκλημα μέσω των μηχανισμών του και κυρίως, και παρά την χρόνια αποτυχία του, επιβιώνει με μια αξιοθαύμαστη αντοχή στο χρόνο και στις επικρίσεις.b
«Μήπως λοιπόν η λεγόμενη αποτυχία της Φυλακής, οφείλεται στην ίδια τη λειτουργία της ; Μήπως θα έπρεπε να ενταχθεί στα φαινόμενα αυτά της εξουσίας που η πειθαρχία και η τεχνολογία, η συνδεδεμένη με τη φυλάκιση, παρεμβάλλουν στο δικαστικό μηχανισμό και στην κοινωνία ολόκληρη, και που μπορεί κανείς να τα συναθροίσει με την ονομασία «σύστημα Φυλάκισης»a ;



Η αποτυχία - επιτυχία της Φυλακής λοιπόν αντανακλάται στην παραγωγή της παραβατικότητας, και μάλιστα με την έννοια της διαπλοκής εξουσίας – γνώσης, σε αντιδιαστολή με την υποτιθέμενη λειτουργία της επανένταξης και σε συνδυασμό με την πρακτική ουσία της υπόθαλψης. Σκοπός τελικά της Φυλακής είναι ο «διαχωρισμός», η «κατανομή» και η «χρησιμοποίηση» της παραβατικότητας αυτής, επιδιώκοντας να εντάξει την παράβαση των νόμων σε μια γενική τακτική καθυπόταξης. Και απώτερη επιδίωξη είναι ο διαχωρισμός των παρανομιών, και η διάκριση των ανομιών σε ανεκτές και απορριπτέες, ιδίως αυτές που ταυτίζονται στο ξημέρωμα του 19ου αιώνα με γενικότερες κοινωνικές συγκρούσεις.
Αν και σε όλο το έργο του ο Foucault πεισματικά αρνείται να κατατάξει ανοικτά την τιμωρητική και σωφρονιστική θεωρητική των μεταρρυθμιστών του Διαφωτισμού στην εκκίνηση μιας νέας τάξης, της αστικής, η οποία κυριολεκτικά θεμελιώνεται, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά, εκείνη την εποχή, σε αυτό το σημείοb κάνει μια σαφή αναφορά στις Επαναστατικές συγκρούσεις των χρόνων 1780 έως 1848. Αν και οι επαναστατικές εκκινήσεις μεταξύ των δύο χρονολογικών περιόδων είναι διαφορετικής κοινωνικής και ταξικής προέλευσης, παρόλα αυτά προβαίνει σε ένα άλμα σχετικά ανεδαφικό καθώς τα αστικά κινήματα του 18ου αιώνα απέχουν παρασάγγες από τα πρώιμα κομμουνιστικά κινήματα της περιόδου 1840-1848. Είναι οι νικητές του 18ου αιώνα που αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές συγκρούσεις των μέσων του 19ου απέναντι στη μάζα των λαϊκών εργατικών τάξεων που αντιδρούν στην οικονομική αλλαγή που έχει επιβάλλει η αστική τάξη. Αυτή η νέα κοινωνική τάξη, σχεδόν ασυνείδητη ακόμα του ιστορικού ρόλου που θα κληθεί να παίξει στα αμέσως επόμενα χρόνια, είναι η κοινωνική μάζα απέναντι στην οποία η Φυλακή καλείται εντέλει να ασκήσει την μεταμορφωτική της ικανότητα, με την μετατροπή από την εξουσία της λαϊκής αντίδρασης σε λαϊκή παρανομία.
Η νέα οικονομία δημιούργημα της αστικής τάξης αντιμετωπίζει τις φτωχότερες μάζες ως εν γένει εργατικό δυναμικό. Δυναμικό όμως χωρίς ταξική ή κοινωνική συνείδηση που καθοδηγείται με σταθερά βήματα σε κοινωνική ηθικοποίηση, καταμερισμό της παροχής της εργατικής του δύναμης, αποδοχή της νομιμότητας απέναντι στην νέα αρχή, υπακοή στους νεότευκτους κανόνες και αξίες που έχουν επικρατήσει. Εντέλει βασικό διακύβευμα είναι η υπεράσπιση των νέων θεσμών και νόμων, η παραβίαση των οποίων, σε αντίθεση με την παραδοσιακή ανοχή από το μοναρχικό καθεστώς, τώρα επισύρει την καταδίκη και τον εγκλεισμό του ενόχου στην Φυλακή. Αυτοί που επέβαλλαν τα νέα θεσμικά μέσα τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική, καθορίζουν ως παράνομες, ενέργειες και αντιδράσεις των λαϊκών τάξεων που θέτουν την νέα τάξη πραγμάτων σε κίνδυνο. Μιλάμε πια για μια επιλεκτική διάκριση των παραβάσεων, μεταξύ των παραδοσιακών εγκλημάτων και των νέων μορφών αντίδρασης απέναντι στην επικρατούσα οικονομική και πολιτική σκέψη. Όλα αυτά αποτελούν μια συστηματική που επιβάλλεται πάνω σε ανθρώπους, οι οποίοι ουδέποτε θα επέλεγαν την παρανομία στις αντιδράσεις τους, η πρακτική όμως ενοχοποιεί τις τελευταίες και τις τιμωρεί σκληρότερα και από τα κοινά εγκλήματα, οδηγώντας τους σταδιακά στην εγκληματικότητα. Μια εγκληματικότητα συνυφασμένη πλέον με την εργατική αντίδραση, για την αστική τάξη μια «εργατική αλητεία»!
Ίσως εδώ η ανάλυση του Foucault θέλει να αγγίξει το βαθύτερο χάσμα που αρχίζει να δημιουργείται εκείνη την περίοδο μεταξύ των οικονομικά αυτοτελών τάξεων και της κοινωνικά κατώτερης και οικονομικά εξαρτημένης λαϊκής μάζας. Και απώτερος σκοπός του είναι να στηρίξει πάνω σε αυτήν την γέννηση την πεποίθησή του ότι η Φυλακή έχει και πολιτική διάσταση στην τελική της μορφοποίηση. Το αν το πετυχαίνει ή όχι θα το αναλύσουμε παραπέρα. Για την ώρα αποδεχόμαστε την παρατήρηση που κάνει όσον αφορά την διάκριση σχετικά με την «στελέχωση» του εγκληματικού στοιχείου σχεδόν αποκλειστικά από την κατώτερη κοινωνικά τάξη σε αντιδιαστολή με την παλαιότερη θεωρητική της παθολογικής ή ανήθικης προέλευσης των εγκληματιών. Ιδιαίτερο γνώρισμα της κατώτερης τάξης ήταν η εγκληματική της ιδιοσυγκρασία. Και είναι πράγματι αξιομνημόνευτο πώς απέναντι σε αυτήν την αντίληψη τόσο διάφοροι ηθικολόγοι όσο και ομάδες «ενάρετων» κοινωνών, «κοπιάζουν για την διάσωση των ψυχών των παραστρατημένων αμνών!».



Η επιτυχία της Φυλακής καθορίζεται λοιπόν και με βάση τις κοινωνικές αντιθέσεις, στην περιθωριοποίηση των οποίων παίζει έναν σταθερό και καταλυτικό ρόλο. Εν τέλει η Φυλακή έθεσε τα δεδομένα της παραβατικότητας καλύτερα από όλους τους μέχρι τότε θεωρητικούς. Συνοψίζει σε μια λέξη όλες εκείνες τις μορφές παραβατικότητας που για τον ένα ή άλλο λόγο θέτουν σε άμεσο κίνδυνο την κοινωνία του Συμβολαίου. Σχεδιάζει, απομονώνει και τονίζει μια μορφή παρανομίας, την εγκληματική, που συνοψίζει συμβολικά όλες τις άλλες, ενώ συγχρόνως συγκαλύπτει κάποιες άλλες που θέλουμε ή πρέπει να ανεχόμαστε. Η σχηματοποίηση αυτή διατηρεί την μορφή της παρανομίας που «εκπροσωπεί» η εγκληματικότητα, κλειστή και χωρισμένη ενώ συγχρόνως την κάνει χρήσιμη.
Η Φυλακή λοιπόν, υποστηρίζει ο Foucault, κατάφερε να κατασκευάσει την εγκληματικότητα, εξειδικευμένο τύπο, μορφή πολιτικά και οικονομικά λιγότερο επικίνδυνη, από την παρανομία, όσον αφορά την χρησιμότητά της. Χρησιμότητα που γίνεται εύκολα αντιληπτή στον «υποψιασμένο» Φουκοϊκό παρατηρητή αν παρατηρήσει την κατάλυση της δικαστικής αυθεντίας στην Δίκη από την δυνητική γνώση, που βασισμένη στην εγκληματολογική πρακτική, επικαλύπτει την δικαστική αυθεντία. Αυτή η συγκροτημένη, αναγνωρισμένη, αναλυμένη, στοιχειοθετημένη, μελετημένη και κατευθυνόμενη παραβατικότητα, που εκπροσωπεί η μορφή του εγκληματία, είναι μια ανομία ωφέλιμη για πλείστους λόγους. Συγκεκριμένα γιατί διευκολύνεται ο έλεγχος όλων αυτών των περιθωριακών που επιτηρούνται πλέον σε διαρκή βάση. Γιατί τους παρακολουθεί στενά και τους περιορίζει κοινωνικά και επαγγελματικά με στόχο την απομόνωσή τους και την ουσιαστική τους ταυτοποίηση. Γιατί χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που μπορεί να συλλέξει από αυτούς, με εκβιαστικούς και παράνομους τρόπους, καθιστώντας τους έρμαια της ίδιας τους της παρανομίας. Και κυρίως γιατί αποτέλεσε την αφορμή της δημιουργίας ενός ιδιαίτερου μηχανισμού αντιμετώπισής τους, της άστυ – νομίας, που εκείνη ακριβώς την εποχή κάνει την εμφάνισή της στις μεγάλες πόλεις με σκοπό την αντιμετώπιση των περιθωριακών συγκρούσεων, και των λαϊκών αντιδράσεων και κύριο στόχο την διαχείριση της καθορισμένης εγκληματικότητας. Μιλάμε πλέον για ομάδες ελέγχου και επιτήρησης των πόλεων, των πόλεων που πλημμυρίζουν από τους πρώην αγρότες, οι οποίοι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής στα αστικά και βιομηχανικά κέντρα της Δυτικής Ευρώπης. Εν τέλει είναι ένας κύκλος που ξεκινά από την παρανομία, προχωρά στην σύλληψη και καταδίκη, εξελίσσεται σε εγκληματικότητα, σε απόλυση από την Φυλακή, και σε εκ νέου παρανομία.
Τα παραδείγματα του Vidocq και του Lacenaire αποτελούν κατά το συγγραφέα τα κύρια παραδείγματα μετατροπής της εγκληματικότητας σε εξουσία από τη μια και σε ακίνδυνη παραβατικότητα από την άλλη. Τυπικά και οι δύο είναι εγκληματίες. Ουσιαστικά όμως καθιστούν την εγκληματικότητα ένα ιδιαίτερο στοιχείο παρανομίας, από τη μια χρήσιμης σε πρακτική μορφή, από την άλλη ανίκανης για οτιδήποτε σοβαρά επικίνδυνο για την νέα κοινωνική τάξη. Στην ενότητα αυτή πάντως αναφέρεται ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι ακριβώς μπορεί να θεωρηθεί ως επιβεβαίωση των απαράβατων δικαιωμάτων της απείθειας, της αλητείας, της αυτονομίας, της προσωπικής επιλογής και στάσης ζωής με την απολογητική εξέταση ενός δεκατριάχρονου ανήλικου. Ενός «εκτός νόμου» και κοινωνίας ατόμου, που η μόνη σχέση του με την παραβατικότητα βασίζεται στην λογική του Δικαστή, ότι πρέπει κανείς να κοιμάται σπίτι του ! Ουσιαστικά καμία ποινική διάταξη του νόμου δεν παραβιάζεται από την επιθυμία αυτού του παιδιού να ζήσει μια ζωή χωρίς αφέντες και κανόνες. Αλλά πάνω σε αυτό θα βασιστεί και η δικαστική απόφαση. Την παραβίαση των κανόνων με βάση την λογική της πειθαρχημένης κοινωνίας και της επιτήρησης, την αντίληψη ότι ο καθένας πρέπει να ανήκει κάπου σωματικά τε και ψυχικά, και όχι με την απλή παραβίαση της κωδικοποιημένης Νομοθεσίας. Αυτή η πραγματικά ευρηματική πηγή του Foucault, αποτελεί ένα ρεαλιστικά, ιστορικό ντοκουμέντο της πειθαρχικής κοινωνίας – κατ’ εμέ – την οποία η αστική τάξη αγωνίστηκε επίμονα και με σύστημα να επιβάλλει, μετά την επικράτησή της, και έρχεται σαν άμεση απάντηση στις «παιδικές» μυθιστορίες του Dickens (Όλιβερ Τουΐστ και Δαβίδ Κόπερφιλντ), όπου μέσα από αυτές παρουσιάζεται μια εργατική κοινωνία της εξαθλίωσης και της παρανομίας, στην οποία καταδυναστεύονται τα πρόσωπα των έργων, ως την στιγμή της κορύφωσης όπου ο συγγραφέας θα επαναφέρει την διασαλευθείσα τάξη της πειθαρχίας, οι εγκληματίες θα τιμωρηθούν από τον Νόμο (ή τη θεία Δίκη), ο ήρωας θα βρει μια νέα οικογενειακή εστία και οι υπόλοιποι αλήτες θα παραδοθούν στην κοινωνική «πρόνοια» των ιδρυμάτων, σε μια προσπάθεια να επανέρθουν στην «κανονική» ζωή. Στην ουσία παρουσιάζεται μια εφιαλτική εικόνα της καθημερινής τότε πρακτικής χιλιάδων ανθρώπων στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου της βιομηχανικής εποχής, σε αντιδιαστολή με την άνετη και πειθαρχημένη ζωή της μεσαίας αστικής τάξης. Η τελευταία αποτελεί τον «βιβλικό παράδεισο» όπου τοποθετεί τελικά ο συγγραφέας τους ήρωές του στο τέλος, και παράλληλα καταδικάζει τα αρνητικά πρότυπα στην ηθική τους τιμωρία. Η αλήτικη και ελεύθερη ζωή των παιδιών αυτών, ζωή που ζωγραφίζεται με τα μελανότερα χρώματα και στιγματίζεται η καθημερινή πρακτική της, αντιδιαστέλλεται με την κοινωνική και οικονομική άνεση των αστών. Εν τέλει στο έργο του Dickens οι συνομήλικοι ήρωες του Όλιβερ Τουίστ οδηγούνται στα αναμορφωτικά ιδρύματα, έχοντας διασωθεί από μια αθλιότητα για την οποία επίμονα ο συγγραφέας αρνείται να αναφέρει πως γεννιέται και στερεώνεται.
Επανερχόμενοι στην καταγραφή από τον Foucault της απολογίας του κατηγορούμενου 13χρονου Beasse, αξίζει και μόνο να αντιγράψει κανένας τον διάλογο ανάμεσα στον Δικαστή και στο παιδί ως επίγραμμα της πειθαρχικής θεωρίας, επιτηρητικής πρακτικής και εγκάθειρκτης κοινωνίας που ο 18ος αιώνας γέννησε και ο 19ος θέριεψε, ένα σύστημα σκέψης που κατά τον συγγραφέα ενστάλαξε την Φυλακή στην ποινική δικαιοσύνη έως τις μέρες μας.
- Πρόεδρος: Πρέπει κανείς να κοιμάται σπίτι του.
- Beasse : Και μήπως έχω σπίτι ;
- Πρόεδρος: Ώστε ζεις σαν αλήτης.
- Beasse : Εργάζομαι για να μπορέσω να ζήσω.
- Πρόεδρος: Τι δουλειά κάνεις ;
- Beasse : Τι δουλειά κάνω ; Μα κάνω δεκατρείς δουλειές μαζί. Πάντως δεν εργάζομαι για κανέναν ιδιαίτερα. Από κάμποσο καιρό δουλεύω μόνο για μένα. Άλλες δουλειές έχω τη μέρα και άλλες τη νύχτα. Τη μέρα, λόγου χάρη, μοιράζω δωρεάν φυλλάδια στους περαστικούς. Τρέχω πίσω από τα αμάξια που φέρνουν τα δέματα. Τα μεταφέρω στη Λεωφόρο Neilly. Την νύχτα έχω τα θέατρα. Ανοίγω τις πόρτες των αμαξιών, πουλάω δελτία εξόδου για το διάλειμμα. Είμαι πολύ απασχολημένος.
- Πρόεδρος: Καλύτερα θα ήταν για σένα να μπεις σε κάποιο ίδρυμα και να μάθεις τέχνη.
- Beasse : Ευχαριστώ πολύ! Τα ξέρω τα τέτοια ιδρύματα και τις μαθητείες. Είναι πολύ ανιαρά. Και άλλωστε, ο αφέντης πάντα γκρινιάζει και δεν έχεις καμία ελευθερία.
- Πρόεδρος: Δεν σε αποζητάει ο πατέρας σου ;
- Beasse : Δεν έχω πατέρα.
- Πρόεδρος: Και η μητέρα σου ;
- Beasse : Ούτε και μητέρα, ούτε συγγενείς, ούτε φίλους, είμαι ελεύθερος, ανεξάρτητος.
Ακούγοντας την καταδίκη του σε δυο χρόνια σωφρονιστήριο ο Beasse στραβομουτσούνιασε μα αμέσως ξαναβρήκε το κέφι του.
- Beasse : Στο κάτω-κάτω, δυο χρόνια είναι μονάχα 24 μήνες. Άντε πάμε.a



«Η γενικότητα της κολαστικής λειτουργίας την οποία ο 18ος αιώνας αναζητούσε στην «ιδεολογική» τεχνική των παραστάσεων και των σημάτων, στηρίζεται τώρα στην επέκταση, στην υλική, πολυσύνθετη, διασκορπισμένη αλλά συνεκτική, διάρθρωση των διαφόρων συστημάτων φυλάκισης.»b. Με αυτή τη παρατήρηση ο Foucault συνοψίζει την συλλογιστική αλλαγή που επήλθε σε διάστημα μερικών χρόνων από την έκδοση του Dei delitti e delle pene [Περί εγκλημάτων και ποινών] του Cesare Beccaria το 1765, έως την 22α Ιανουαρίου 1840, ημερομηνία όπου έγιναν τα εγκαίνια του Mettray που «…είναι η πειθαρχική μορφή στην πιο έντονη κατάστασή της, το πρότυπο που συγκεντρώνει όλες τις καταναγκαστικές τεχνολογίες της συμπεριφοράς, υπάρχει εδώ κάτι από το μοναστήρι, από τη φυλακή, από το κολέγιο από τον στρατό…a» Έτσι και η πιο μικρή παράβαση και η πιο μικρή προσβολή του κοινωνικού συμφέροντος θεωρείται εκτροπή και ανωμαλία! Για την αντιμετώπιση και των πιο μηδαμινών μορφών απόκλισης και διαφοροποίησης από το «κανονικό», δημιουργείται μια ακολουθία ιδρυμάτων, με μια αόρατη και συνεχή κλιμάκωση και διαβάθμιση, από ίδρυμα σε ίδρυμα, τα οποία σαν παράλληλες ενότητες περνά ο «αποκλίνων» άνθρωπος, αναζητώντας, άθελά του, την επανένταξή του ή πιο σωστά τον επαναπρογραμματισμό του. Από το άσυλο στο αναμορφωτήριο, από τα ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας στα ορφανοτροφεία, από τα σωφρονιστικά καταστήματα στην Φυλακή, από το σχολείο στην πειθαρχημένη κοινωνία και από κει στο εργοστάσιο, στην εργατική συνοικία, στο νοσοκομείο. Μια συνεχής πορεία που δεν σταματά παρά αλλάζει μορφές πειθαρχίας, επιτήρησης και καταναγκασμού, επιτυγχάνοντας την καταγραφή των αποκλίσεων, την καταμέτρησή τους, την στοιχειοθέτηση, την ανάλυση, την αντιμετώπιση και εν τέλει την διόρθωση τους. Ή όπως συμβαίνει με την εγκληματική συλλογιστική την διατήρησή τους προς όφελος της κοινωνικής συνοχής και συνενοχής.
Για τον σκοπό αυτό, ο εγκλεισμός παράγει θα έλεγε κανείς μια εγκληματικότητα που αναπτύσσεται εντός του κοινωνικού συστήματος, το οποίο την εκτρέφει και την ελέγχει, δικό του δημιούργημα και αποτέλεσμα, η οποία εγκληματικότητα, αναδύεται μέσα από την «ιδρυματική» πρακτική της ίδιας της κοινωνίας. Ανώτερη βαθμίδα αυτής της ιδρυματικής ιεραρχίας αποτελεί η Φυλακή, η οποία αποτελεί το τελευταίο στάδιο της πορείας. Κατά αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται μια κατάσταση κατά την οποία από μια μικροπαραβατικότητα, που οδηγεί στα σωφρονιστικά ιδρύματα ανηλίκων, περνά κανείς σε μια παράνομη ενέργεια, που με τη σειρά της θα τον οδηγήσει στην Φυλακή, από όπου θα εξέλθει με το στίγμα του – επιτηρούμενου – εγκληματία, ο οποίος θα καταγραφεί στην κοινωνία των κακοποιών και θα ακολουθήσει – μοιρολατρικά σχεδόν – την πορεία της επιστροφής πίσω στην Φυλακή. Ο εγκλεισμός δεν αφήνει τίποτε να πάει χαμένο. Στο Μεσαίωνα ο εγκληματίας και ο χώρος που τον περιβάλλει, βρισκόταν εκτός του νόμου, εκτός του συστήματος. Πλέον ο εγκλεισμός τον τοποθετεί στην καρδία του συστήματος, βοηθά με την παρουσία και την συμπεριφορά του στην διαμόρφωση μιας διαφορετικής μεν, σαφώς καθορισμένης δε, παραβατικότητας, της εγκληματικότητας.
Το σημαντικότερο όμως κέρδος του εγκλεισμού αποτελεί η νομιμοποίηση και η φυσικότητα που αναγνωρίζεται στο δικαίωμα του κολασμού από την εξουσία, μειώνοντας παράλληλα την ανοχή στην ποινικοποίηση. Δύο τρόποι χρησιμοποιούνται γι’ αυτό το σκοπό. Ο νόμιμος, της δικαιοσύνης και ο εκτός νομιμότητας, της πειθαρχίας. Και από την μια μεριά η δικαιοσύνη χρησιμοποιεί την Φυλακή ως πρότυπό της. Οι πειθαρχικοί μηχανισμοί από την άλλη, που λειτουργούν στη βάση της δικαιοσύνης, νομιμοποιούνται έτσι, μέσω αυτής, εντός της οποίας εμπεριέχονται, μετριάζοντας συγχρόνως την τυχόν υπερβολή και κατάχρηση που τυχόν συνεπάγεται η τελευταία. Το σύστημα φυλάκισης νομιμοποιεί την τεχνική εξουσία του πειθαναγκασμού, με βάση την «φυσικοποίηση» της νόμιμης εξουσίας του κολασμού. Αλλά τίθεται το ερώτημα κατά τον Foucault, της αποδοχής από τη μεριά των κοινωνών της κολαστικής εξουσίας. Ο ίδιος συμπεραίνει πως με βάση τη θεωρία του Συμβολαίου καταχωρείται ο κατάδικος, ως πλάσμα νομικού υποκειμένου, το οποίο παραχωρεί σε τρίτους το ίδιο δικαίωμα τιμωρίας που έχει και αυτό απάνω τους. Η χιμαιρική αυτή παραχώρηση του δικαιώματος κερδίσθηκε από την σύνδεση μεταξύ της πειθαρχικής εξουσίας και της εξουσίας του νόμου όπως αυτή συνεπάγεται μέσα από το σύστημα της Φυλακής.
Μια καινούργια λοιπόν μορφή νόμου αναδεικνύεται. Μείγμα νομιμότητας και φυσικότητας. Εντολής και οργάνωσης. Ο ΚΑΝΟΝΑΣ. Και η δικαιοσύνη θίγεται άμεσα από αυτή τη μορφή, στο πρόσωπο του κύριου εκπροσώπου της, του Δικαστή. Αντί να δικάζουν και να καταδικάζουν (ή να αθωώνουν) την παράνομη πράξη του κατηγορουμένου, οι δικαστές ολισθαίνουν στην λογική της αναδιάρθρωσης και αναπροσαρμογής των ενόχων. Απεμπολούν, ασυνείδητα κατά το συγγραφέα, ένα δικαίωμα που τους δίνει ο ίδιος ο νόμος, και καταλήγουν να διατυπώνουν θεραπευτικές ετυμηγορίες και «αναπροσαρμοστικές» φυλακίσεις. Αντικαθίσταται έτσι μια πρακτική των νόμων από μια συνήθεια, θα μπορούσε να πει κανείς, των κανόνων. Αντί να εκφέρει μια νομική κρίση περί των γεγονότων που του παρουσιάζονται, επιλέγει μια λειτουργία επιβολής κανονικότητας. Μάταιη λοιπόν η οποιαδήποτε ηθική συνείδηση του δικαστή.a Κάτω από ένα καθεστώς κυριαρχίας του κανονικού, η Φυλακή, αυτό το μέγα στήριγμα της κανονιστικής εξουσίας, αποτελεί τον πιο ταιριαστό κολαστικό μηχανισμό της καινούργια οικονομίας της εξουσίας και το όργανο για τη διαμόρφωση της γνώσης που χρειάζεται αυτή.b Αυτή η σχέση εξουσίας και Επιστήμης της γνώσης, οδήγησαν στην αποκάλυψη του ανθρώπου, σε όλα τα επίπεδα της συμπεριφοριακής, ηθικής, πνευματικής, ψυχικής, ατομικής διάστασής του.
Επομένως δεν πρέπει να απορεί πλέον κανείς μετά από όλα τα παραπάνω που η Φυλακή αντέχει ακόμη μες στους αιώνες. Ωστόσο ο Foucault επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια επικρατεί η τάση να μειωθεί η χρήση της ως πανοπτικού μηχανισμού. Από τη μια η οργανωμένη και με διασυνδέσεις παρανομία ξεπερνά το λειτουργικό επίπεδο στο οποίο η Φυλακή μπορεί πλέον να ανταποκριθεί. Από την άλλη στη θέση της νέα πειθαρχικά συστήματα ομαλοποίησης κάνουν την εμφάνισή τους, αντικαθιστώντας επάξια, και καμιά φορά καλύτερα, το ρόλο στις εξουσίες ελέγχου – κολασμού, που έπαιζε έως τώρα η Φυλακή. Το πρόβλημα εν κατακλείδι δεν είναι η Φυλακή ως σωφρονιστικό μέσο, ούτε τα ιδρύματα που αναγράφονται και προβλέπονται στα εγχειρίδια και στους Κώδικες. Ο συγγραφέας αναφέρει την αδυναμία πλέον της Φυλακής να ανταποκριθεί πλήρως στο ρόλο της. Η ματιά μας πρέπει να στραφεί στις νέες μορφές ελέγχου και ομαλοποίησης οι οποίες εναρμονίζονται καλύτερα στις πειθαρχικές, επιτηρητικές, σωφρονιστικές απαιτήσεις της εξουσίας και εξυπηρετούν καλύτερα τις διαγνωστικές ανάγκες της. Απέναντι στην συλλογιστική της αποτυχίας, η προβληματική της επιτυχίας ξεσκεπάζει τις αιτίες και τα μέσα της εγκάθειρκτης κοινωνίας. Μέσα σε αυτήν εξουσιάζοντες και εξουσιαζόμενοι αγωνίζονται σε ένα ατέλειωτο αλισβερίσι με εναλλασσόμενους ρόλους και μορφές αλλά πάντα με το ίδιο αποτέλεσμα. Η μάχη είναι συνεχής και κανείς δεν θεωρείται νικητής ή ηττημένος. Μια διαρκής, αέναη πάλη.
a Μισέλ Φουκώ Επιτήρηση και Τιμωρία Η γέννηση της Φυλακής, εκδόσεις Ράππα 1989-σελ. 305-306
a Μισέλ Φουκώ Επιτήρηση και Τιμωρία Η γέννηση της Φυλακής, εκδόσεις Ράππα 1989-σελ. 327 επ.
b Π. Δέγλερης Ε. Κορυφιδου Γ. Νικολόπουλος, Φυλακή και Ποινικό Σύστημα στο «Surveiller et punir» του Μισέλ Φουκώ, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, ειδικό τεύχος 68 Α σελ. 107
a Μισέλ Φουκώ Επιτήρηση και Τιμωρία Η γέννηση της Φυλακής, εκδόσεις Ράππα 1989-σελ. 333 επ
b ο.π. σελ.391
a Θ. Παπαθεοδώρου, Η έννοια της τιμωρίας, μια συνέντευξη του Μ.F. Κεφάλαιο Δ. Κριτική, σελ. 52
b Π. Δέγλερης Ε. Κορυφιδου Γ. Νικολόπουλος, Φυλακή και Ποινικό Σύστημα στο «Surveiller et punir» του Μισέλ Φουκώ, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, ειδικό τεύχος 68 Α σελ. 111
a Μισέλ Φουκώ Επιτήρηση και Τιμωρία Η γέννηση της Φυλακής, εκδόσεις Ράππα 1989-σελ.357
b ο.π. σελ.358 και επόμενες
a Μισέλ Φουκώ Επιτήρηση και Τιμωρία Η γέννηση της Φυλακής, εκδόσεις Ράππα 1989-σελ. 381
b ο.π. - σελ.398
a ο.π. - σελ.391
a Π. Δέγλερης Ε. Κορυφιδου Γ. Νικολόπουλος, Φυλακή και Ποινικό Σύστημα στο «Surveiller et punir» του Μισέλ Φουκώ, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, ειδικό τεύχος 68 Α σελ.113.
b Μισέλ Φουκώ Επιτήρηση και Τιμωρία Η γέννηση της Φυλακής, εκδόσεις Ράππα 1989-σελ. 405